νήμα

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν)
είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ.
β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία»)
νεοελλ.
1. βοτ. το ευκίνητο στέλεχος του στήμονα τών ανθέων που στην κορυφή του βρίσκεται ο ανθήρας
2. αστρον. λεπτότατη ίνα, κατασκευασμένη από διάφορες ύλες, από την οποία σχηματίζεται πλέγμα σε κάθετες και οριζόντιες διευθύνσεις στο εστιακό επίπεδο τών αστρονομικών οργάνων για διευκόλυνση τών μετρήσεων, αλλ. σταυρόνημα
3. (ηλεκτρ.) το λεπτό αγώγιμο δύστηκτο σύρμα, που σήμερα κατασκευάζεται από ειδικό κράμμα μετάλλων, τών ηλεκτρικών λαμπτήρων πυράκτωσης
4. μτφ. λογικός ειρμός, αλληλουχία, λογική σειρά («το νήμα τών σκέψεων»)
5. φρ. α) «νήμα της στάθμης» — κλωστή από την οποία κρέμεται μικρό μεταλλικό βάρος δίνοντάς της κατακόρυφη διεύθυνση και που χρησιμοποιείται προκειμένου να ελεγχθεί η κατακόρυφος τών τοίχων ή άλλων κάθετων επιφανειών
β) «νήμα δικτύων» — νήμα το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή τών αλιευτικών διχτιών
γ) «νήμα εκπομπής»
(ηλεκτρον.) νήμα από δύστηκτο μέταλλο καλυμμένο με ειδική ουσία το οποίο έχει μεγάλη ικανότητα εκπομπής ηλετρονίων και χρησιμοποιείται στις ηλεκτρονικές λυχνίες και στους λαμπτήρες φθορισμού
δ) «κόπηκε απότομα το νήμα της ζωής του» — πέθανε ξαφνικά, απροσδόκητα
νεοελλ.-μσν.
θηλειά, βρόχος, παγίδα
μσν.-αρχ.
το πεπρωμένο, η ειμαρμένηοὔπω πεπλήρωται τὸ νῆμα αὐτοῦ», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη- του νήθω «γνέθω» + κατάλ. -μα. Οι τ. νέμα και νέμαν είναι ιδιωματικοί].