ξεδιαλύνω
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
(Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω)
καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα»)
2. (για όνειρο) γίνομαι ευκρινές ως προς τη σημασία μου, βγαίνω αληθινό
3. εξιστορώ διεξοδικά, περιγράφω
4. λύνω τις διαφορές μου με κάποιον
μσν.
1. (για μαλλιά) ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω
2. μεταφράζω
3. αποβαίνω, καταλήγω σε κάτι («κάμε το, κυράτσα μου, κι εἰς τὸν Θεὸν σ' ὀμνέγω νὰ ξεδιαλύνει σὲ καλὸν ἡ ἐρμήνεια ἡ ἐδικὴ μου», Ευγέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + διαλύνω].