οἰσπώτη
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
(οἰσπωτή acc. to Hdn. Gr. 1.343), ἡ, = οἴσπη (sheep-dung, the dirt that collects about the hinder parts of sheep), Cratin. 39, Ar. Lys. 575, DC. 46.5, Poll. 5.91.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσπώτη: ἡ, οἰῶν κόπρος, ἰδίως ἡ κόπρος ἥτις προσκολλᾶται εἰς τὰ ὀπίσθια τῶν προβάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 575, Δίων Κ. 46. 5, Πολυδ. Ε΄, 91· - εἰς τὴν λέξιν ταύτην, φαίνεται ἀνήκει ἡ τοῦ Γαλην. γλῶσσα ἐν τῷ Λεξ. Ἱππ., ὁ ... ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν [θριξὶ] συνιστάμενος ῥύπος, ἂν καὶ ἡ ἑρμηνεία αὕτη δίδεται εἰς τὴν λέξιν οἴσπη. Οἱ Γραμματικοὶ ὅμως φαίνεται ὅτι ὀλίγην διάκρισιν ἔκαμνον μεταξὺ τῶν λέξεων οἰσύπη (ἢ οἴσπη) καὶ οἰσπώτη, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ., Ἡσύχ. - Κατὰ τον Ἀρκάδ. 114, ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι οἰσπωτή, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι: κηρωτή, μηλωτή.
Greek Monolingual
οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α)
οίσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων -ο-) και β' συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. σπωτη, η σύνδεση του οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν θεωρείται πιθανή. Ο καταβιβασμός του τόνου στη λήγουσα στον τ. οἰσπωτή αναλογικά προς τα ουσ. σε -ωτή (πρβλ. κηρωτή, μηλωτή)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: greasy dirt of unshorn sheeps wool, esp. on the buttocks, also sheep droppings (Cratin., Ar., D.C., Poll.).
Other forms: (-ωτή Hdn. Gr. 1, 343, H. as μηλ-, κηρ-ωτή a.o.). Also οἴσπη (v.l. Hdt. 4, 187 [cf. οἰσύπη], Gal.), οἰσπαι προβάτων κόπρος, ῥύπος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From *ὀϜι-σπωτη with unclear 2. member. Connection with the stemsyllable in σπατίλη bowels, diarrhoea (Meillet MSL 13, 291 f.) a.o. is uncertain, as the semantic function of σπα(τ)- needs explanation (cf. s. v.). Untenable further combinations in Bq and WP. 2, 683. - The word will rather be Pre-Greek; cf. the suffix -ωτ- in ἀσκαλαβώτης; s. further on οἰσύπη.
Frisk Etymology German
οἰσπώτη: {oispṓtē}
Forms: (-ωτή Hdn. Gr. 1, 343, H. wie μηλ-, κηρωτή u.a.). Auch οἴσπη (v.l. Hdt. 4, 187 [vgl. οἰσύπη, Gal.), οἰσπαι· προβάτων κόπρος, ῥύπος H.
Grammar: f.
Meaning: ‘der fettige Schmutz der ungeschorenen Schafwolle, bes. an den Hinterbacken’, auch Schafmist (Kratin., Ar., D.C., Poll.)
Etymology: Aus *ὀϝισπωτη mit dunklem Hinterglied. Anknüpfung an die Stammsilbe in σπατίλη dünner Stuhlgang (Meillet MSL 13, 291 f.) u.a.m. ist unsicher, da die semantische Funktion von σπα(τ)- der Aufklärung bedarf (vgl. s. v.). Unhaltbare weitere Kombinationen sind bei Bq und WP. 2, 683 referiert.
Page 2,368-369
German (Pape)
ἡ, = οἴσπη, der fettige Schmutz der ungewaschenen Schafwolle; ἐχρῆν ὥσπερ πόκον ἐν βαλανείῳ ἐκπλύναντας τὴν οἰσπώτην, ἐκραβδίζειν τοὺς μοχθηρούς, Ar. Lys. 574; vgl. DC. 46.5, wo es von dem Sohne eines Gerbers oder Walkers heißt οἰσπώτας καὶ ὑσπελέθους καὶ σπατίλας συλλέγων. Nach Poll. 5.91 ist οἰσπώτη (so Bekker, f.l. ist ὀΐπτωτον) = Schafmist, s. οἰσπάτη.