παγετώδης
English (LSJ)
παγετῶδες, frosty, ice-cold, S.Ph.1082 (lyr.); of water, Hp.Aër.7; of air, Arist.Mu.392b6; λουτρά Agathin. ap. Orib.10.7.22.
German (Pape)
[Seite 435] ες, eisartig, eisig; πέτρας γύαλον θερμὸν καὶ παγετῶδες, Soph. Phil. 1083; Arist. mund. 5 E; νύξ, Polyaen. 4, 6, 11; ὕδωρ, Plut. Alex. 77.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
glacé, gelé.
Étymologie: παγετός, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγετώδης -ες [παγετός] ijskoud, vriezend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰγετώδης:
1 холодный, ледяной (πέτρας γύαλον Soph.; ἀήρ Arst.; ὕδωρ Plut.);
2 застывающий от холода (ὁ ἐγκέφαλος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰγετώδης: -ες, (εἶδος) παγερός, ψυχρὸς ὡς πάγος, Σοφ. Φιλ. 1082· ἐπὶ ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· ἐπὶ ἀέρος. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 13.
Greek Monolingual
-ώδες (Α παγετώδης, -ῶδες) παγετός
1. ο ψυχρός σαν πάγος, παγερός
2. αυτός που έχει ή προκαλεί χαμηλή θερμοκρασία
νεοελλ.
φρ. α) «παγετώδης κατάσταση»
ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ψύξη τών άκρων και από αίσθημα έντονου ψύχους, χωρίς πτώση της κεντρικής θερμοκρασίας του σώματος και με τάση προς κολάπσους, κατάσταση που παρατηρείται σε βαριές μορφές λοιμωδών νοσημάτων
β) «παγετώδεις εποχές»
γεωλ. γεωλογικές περίοδοι κατά τη διάρκεια τών οποίων παγετωνικά καλύμματα μεγάλου πάχους κάλυπταν μεγάλες εκτάσεις της Γης
γ) «παγετώδες κάλυμμα» — το παγετωνικό κάλυμμα.
Greek Monotonic
πᾰγετώδης: -ες (εἶδος), παγερός, παγωμένος, σε Σοφ.