παρατέμνω

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατέμνω Medium diacritics: παρατέμνω Low diacritics: παρατέμνω Capitals: ΠΑΡΑΤΕΜΝΩ
Transliteration A: paratémnō Transliteration B: paratemnō Transliteration C: paratemno Beta Code: parate/mnw

English (LSJ)

fut. παρατεμῶ, Lacon.
A παρταμῶ Ar.Lys. 116 cod. R:—cut off at the side, π. τινὸς θἤμισυ cut off half from.., Ar. 1. c. and 132; τυροῦ τροφάλια Alex. 172.12, cf. Posidon.15 J.; cut a rebate in an ἀκρογείσιον, π. ἐκ τοῦ ἔνδοθεν πάχος ἱμάντος IG 22.463.65: c. gen. partit., cut off part of... Aristid.Or.48(24).27:—Pass., [ξύλα] παρατετμημένα planks with rebates cut in them, IG11(2).287 B 147,150 (Delos, iii B. C.).
2. cut amiss, make a wrong cut, Thphr. HP 6.3.2.

German (Pape)

[Seite 502] (s. τέμνω), daneben, an der Seite od. der Länge nach schneiden od. abschneiden; παρταμοῦσα θἤμισυ, Ar. Lys. 116. 132; Posidon. bei Ath. IV, 152 a; Theophr. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

παρατέμνω: (fut. παρατεμῶ - лак. παρταμῶ) срезывать, отрезать (θἤμισύ τινος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

παρατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, Λακων. παρταμῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 117. Ἀποκόπτω κατὰ τὰ πλάγια, π. τινὸς θἤμισυ, ἀποκόπτω τὸ ἥμισυ ἀπὸ .., Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 132· τυροῦ τροφάλια χλὼ παρατεμὼν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 12, πρβλ. μαχαιρίῳ μικρῷ παρατέμνοντες Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 152Α· μετὰ γεν. διαιρετ., ἀποκόπτω μέρος τινός, δεῖ δὲ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ παντὸς Ἀριστείδ. 1. 297. 2) κόπτω ἐσφαλμένως, κάμνω σφάλμα κατὰ τὴν κοπήν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 3, 2.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω από τα πλάγια ή κατά μήκος ή κατά τα άκρα
2. (με γεν. διαιρ.) κόβω ένα μέρος από κάτι («δεῖ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ παντός», Αριστείο.)
3. κόβω λοξά («ξύλα παρατετμημένα», επιγρ.)
4. κόβω εσφαλμένα, κάνω λάθος κατά την κοπή («οὐκ ἔστι γὰρ οὔτε παρατέμνειν οὔτε πλεῖον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

παρατέμνω: Επικ. αντί παρατέμνω· παρτᾰμών, αντί παραταμών, μτχ. αορ. βʹ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-τέμνω afsnijden.