πλημμυρίδα

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source

Greek Monolingual

πλημμυρίδα, η / πλημμυρίς, πλημμυρίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α
η φάση της παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας ανυψώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς: ἁλμυρός: ἅλμη. Η ορθή γραφή της λ. είναι πλημυρίς, ενώ οι τ. με δύο -μμ-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική θεώρηση της λ. ως σύνθ. < πλήν + μύρομαι «χύνω δάκρυα, κλαίω» (πρβλ. πλημμελής). Το -υ- του τ. είναι κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, μάλλον κατ' αναλογία προς το -- των πλήμῡρα (< πλημυρ-), πλημῡρω. Τέλος, ο αναβιβασμός του τόνου στον τ. πλήμυρις είναι αναλογικός προς το ἀνάπτωτις και πιθ. το πλήμυρα.