προαναλαμβάνω

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναλαμβάνω Medium diacritics: προαναλαμβάνω Low diacritics: προαναλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: proanalambánō Transliteration B: proanalambanō Transliteration C: proanalamvano Beta Code: proanalamba/vw

English (LSJ)

A lift up first, τὸ σῶμα cj. in Sor.2.38; take up before, είς τὴν ἕξιν Ath.2.45e (Pass.), cf. BGU421.14 (Pass., ii A.D.).
2 take up a narrative at an earlier point, βραχὺ τοῖς χρόνοις π. τὴν ἱστορίαν D.S.17.5.
3 prepare, mix with, τινι Philum. ap. Aët.16.38:—Pass., cj. in Sor.1.122.
II anticipate, forestall, J.AJ16.4.4.

German (Pape)

[Seite 707] (s. λαμβάνω), vorher aufnehmen, Sp., z. B. προαναληφθῆναι Ath. II, 45 d.

Russian (Dvoretsky)

προᾰνᾰλαμβάνω: начинать издалека (о речи, рассказе) (τὴν ἱστορίαν Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

προαναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω πρότερον, εἴς τι Ἀθήν. 45Ε· ― ἀναλαμβάνω διήγησιν ἐκ προτέρου τινὸς σημείου, Διόδ. 17. 5. ΙΙ. προκαταλαμβάνω, ἐκπλήττω. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4.

Greek Monolingual

Α ἀναλαμβάνω
1. λαμβάνω κάτι για πρώτη φορά
2. σηκώνω προηγουμένως κάτι ψηλά
3. αναλαμβάνω διήγηση από κάποιο προηγούμενο σημείο
4. παρασκευάζω κάτι αναμιγνύοντας
5. μτφ. προκαταλαμβάνω.