πόρισμα

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρισμα Medium diacritics: πόρισμα Low diacritics: πόρισμα Capitals: ΠΟΡΙΣΜΑ
Transliteration A: pórisma Transliteration B: porisma Transliteration C: porisma Beta Code: po/risma

English (LSJ)

-ατος, τό, Geom.,
A deduction from a previous demonstration, corollary, as it were a windfall or bonus (cf. πορίζω II.2), Euc.3.1, etc.: metaph., Procl. in Alc.p.139C., Hierocl.in CA23p.469M., Dam.Pr.251.
II (πορίζω III) a kind of proposition intermediate between a theorem and a problem, defined by Papp.648.18 sqq., Procl.in Euc.p.301F.

German (Pape)

[Seite 683] τό, das Herbeigeschaffte, Erworbene, bes. erlangter Vortheil, Gewinn, Sp. – Bei den Mathematikern ein aus dem Beweise abgeleiteter oder von selbst daraus folgender Satz, Zusatz. Auch = πρόβλημα.

Greek (Liddell-Scott)

πόρισμα: τό, (πορίζω ΙΙΙ)· παρὰ τοῖς γεωμετρ. συγγρ., ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐξαγόμενον ἐκ προτέρας ἀποδείξεως· ὡσαύτως = πρόβλημα, Εὐκλείδ.· ἴδε Papp. Coll. Math. 7, ἐν τῷ προλ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πορίζω
1. καθετί που εξάγεται από μελέτη ή έρευνα, συμπέρασμα («τα πορίσματα της αστρονομίας»)
2. μαθημ. πρόταση που προκύπτει κατά απλό ή προφανή τρόπο από άλλη ή άλλες προηγούμενες προτάσεις
αρχ.
είδος μαθηματικής πρότασης μεταξύ προβλήματος και θεωρήματος.