ράμφος

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

το / ῥάμφος, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ῥέμφος Α
κεράτινο όργανο τών πτηνών, τών χελωνών και τών γυρίνων τών άνουρων αμφιβίων, το οποίο καλύπτει τις χόνδρινες ή οστέινες γνάθους και αναπληρώνει την έλλειψη τών δοντιών
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με ράμφος πουλιού, όπως λ.χ. το δόντι της άγκυρας, η προσωμίδα του όπλου, η κάτω οξεία γωνία του κοντακίου
2. κάθε συλληπτήριο περιστοματικό όργανο που θυμίζει ράμφος πτηνών, όπως είναι λ.χ. τα στοματικά μόρια τών κολεόπτερων εντόμων
3. τεχνολ. το μπεκ
4. φρ. «ράμφος μόλυνσης»
(φυτοπαθ.) σφηνοειδής σχηματισμός που προκύπτει από την εναπόθεση λιγνίνης και κυτταρίνης γύρω από την υφή μόλυνσης που διαπερνά το τοίχωμα ενός ζωντανού κυττάρου του ξενιστή
αρχ.
αστρον. αστέρας ανάμεσα στους αστερισμούς του Κόρακος και του Αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θα μπορούσε πιθ. να έχει σχηματιστεί από τη ρίζα του επιθ. ῥαιβός «κυρτός, καμπύλος», με έρρινο ένθημα -μ-, το οποίο απαντά και σε άλλους τ. ανάλογης σημ. (πρβλ. γνά-μ-πτω, κά-μ-πτω, κρά-μ-βος). Ἐχει προταθεί, επίσης, η αναγωγή της λ. ῥάμφος / ῥέμφος στη ρίζα του ρ. ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιστρέφομαι» (βλ. λ. ρέμβομαι)].

Mantoulidis Etymological

Ἴσως ἀπό συμφυρμό τῆς ρίζας ρέμφ- (ρέμφος=στόμα) + ρίζα ραφ- (ραφή).