ρητός
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥητός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει λεχθεί
2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.)
3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ ῥητόν», Σοφ.)
4. το ουδ. ως ουσ. το ρητό(ν)
σύντομη φράση, συν. επώνυμη, που με κατηγορηματικό τρόπο και με προτρεπτικό ή αποτρεπτικό χαρακτήρα εκφράζει μια αλήθεια, την οποία ο άνθρωπος οφείλει ν
ακολουθήσει αν θέλει να κατακτήσει την αυτογνωσία, την επιτυχία ή την ευδαιμονία, αλλ. γνωμικό ή απόφθεγμα
νεοελλ.
μαθ. α) «ρητοί αριθμοί» — ακέραιοι ή κλασματικοί αριθμοί τών οποίων οι αριθμητικές πράξεις είναι πάντοτε εκτελέσιμες
β) «ρητή παράσταση» — αλγεβρική παράσταση χωρίς ριζικά
γ) «ρητό κλάσμα» — αλγεβρικό κλάσμα που οι δύο όροι του είναι ακέραια πολυώνυμα
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, περίφημος, ξακουστός
2. (για ύφος λόγου ή έκφραση) κοινός, συνήθης
3. (για λόγο) αυτός που μπορεί να απαγγελθεί, να προφερθεί («συλλαβὰς γνωστάς τε καὶ ῥητάς», Πλάτ.)
4. μαθ. αυτός που εκφράζει τον λόγο δύο αριθμών
5. (στη μετρική, για πόδα ή συλλαβή) αυτός που εκφράζεται σε απλές αναλογίες
6. το ουδ. ως ουσ. α) η ορισμένη ημερομηνία
β) το ακριβές περιεχόμενο ενός εγγράφου.
επίρρ...
ρητώς / ῥητῶς ΝΑ και ρητά Ν
κατά τρόπο ρητό, κατηγορηματικά, σαφώς, ξεκάθαρα («του απαγόρευσαν ρητά τη συμμετοχή του»)
νεοελλ.
1. ονομαστικά («όλα τα ονόματα αναγράφονται ρητώς στον κατάλογο»)
2. φρ. «ρητώς και κατηγορηματικώς»
(ιδίως σχετικά με απαγόρευση) καθαρά και ξάστερα, σαφώς και αδιαμφισβήτητα
αρχ.
(για εκφράσεις) κατά τη συνηθισμένη χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (βλ. λ. είρω [ΙΙ]), με μηδενισμένο το α' και εκτεταμένο το β' φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥῆμα, ῥήτωρ) + επίθημα -τός].