σίγλος
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
or σίκλος (the latter form in LXX, J., and S. (v. infr.)), ὁ, = Hebr.
A shekel, a weight (LXX Ex.30.23, al.) or coin (ib.Le.5.15); δραχμὴ μία τὸ ἥμισυ τοῦ σίγλου ib.Ex.39.2 (38.26); but ὁ σ… Ἀττικὰς δέχεται δραχμὰς τέτταρας J.AJ3.8.2, cf. Hsch. s.v. σίκλος.
2 the Persian ς. was the 1/3000th part of the Baby lonian silver talent, half the silver stater of Asia Minor, and = 7 1/2 Att. ὀβολοί, X.An.1.5.6; or 8 ὀβολοί, acc. to Phot., quoting S.Fr.1094 (perhaps erroneously, instead of for sense ΙΙ).
II earring, Phot., cf. σιγλοφόρος
III in Plb.34.8.7, prob. corrupt for Σικελικός.
German (Pape)
[Seite 878] ὁ, auch σίκλος, eine asiatische Münze, das hebräische Seckel; Xen. An. 1, 5, 6 ὁ δὲ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιοβόλιον Ἀττικούς, u. A.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. σίκλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίγλος -ου, ὁ shekel (gewichtsmaat).
Russian (Dvoretsky)
σίγλος: v.l. σίκλος ὁ сигл или сикл:
1 персидская монета (составлявшая 1 / 3000 вавилонского серебряного таланта и соотв. 7.5 атт. оболам) Xen.;
2 Polyb. = μέδιμνος.
Greek Monolingual
ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν
(στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 της μνας
νεοελλ.
κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς
αρχ.
1. νομισματική μονάδα της Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία... τὸ ἥμισυ τοῦ σίκλου», ΠΔ)
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ενώτιο, σκουλαρίκι
3. φρ. «Περσικὸς σίγλος» — νόμισμα ισοδύναμο με το 1/3.000 μέρος του βαβυλωνιακού αργυρού ταλάντου, με μισό στατήρα της Μικράς Ασίας και με 7½ ἢ 8 αττικούς οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τις σημιτικές γλώσσες (πρβλ. μνᾶ), πιθ. από την Φοινικική (πρβλ. και τα: ακκαδ. šeqlu, εβρ. šeqel). Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. siclus)].
Greek Monotonic
σίγλος: ή σίκλος, ὁ, Εβρ. sheuel,
1. βάρος (που ανήκει δηλ. στα σταθμά) και νόμισμα = 4 Αττ. δραχμαί, σε Καινή Διαθήκη
2. ο Περσικός σίγλος = 7 ½, Αττ. ὄβολοι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σίγλος: ἢ σίκλος, ὁ, τὸ Ἑβραϊκ. shekel, βάρος (σταθμίον) καὶ νόμισμα, μεταφραζόμενον διὰ τοῦ δίδραχμον παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΓ΄, 15, κ. ἀλλ.)· ἀλλὰ = 4 Ἀττικ. δραχμαὶ παρ’ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 8, 2· ἡ δὲ δευτέρα αὕτη ἐκτίμησις συνάδει τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 24, ἔνθα δίδραχμον σημαίνει τὸν ἥμισυν σίκλον, ὃν ἐτέλουν ὡς φόρον διὰ τὸν ναόν, πρβλ. Ἔξοδ. Λ΄, 13, Dict. of Bible, 2, σ. 408 κἑξ. 2) ὁ Περσικὸς σίγλος ἦτο τὸ 1/3000 μέρος τοῦ Βαβυλωνιακοῦ ταλάντου ἀργύρου, ἥμισυ δὲ τοῦ στατῆρος τῆς Μ. Ἀσίας καὶ = πρὸς 7 ½ Ἀττικοὺς ὀβολούς, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6· ἢ πρὸς 8 ὀβολούς, κατὰ τὸν Φώτ.· ἴδε Mommsen Röm. Munzwesen σ. 13. ΙΙ. ἐνώτιον, Φώτ.· ὅθεν σιγλοφορέω, φορῶ ἐνώτια, παρ’ Ἡσύχ. ΙΙΙ. μέτρον σίτου, κτλ., = μέδιμνος, παρὰ Πολυβ. 34. 8, 7, - ἴσως κατὰ παραφθορὰν ἀντὶ τοῦ Σικελικὸς (ἐξυπακ. μέδιμνος).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: weight and coin (in X. = 7 ½ Att. oboles), szekel (Att. inscr. end IVa, X. a.o.), also used as ear-pendant (a. o. in σιγλο-φόρος Com. Adesp. 792); in this meaning also σίγλαι f. pl. (PMasp. VIp, Poll.).
Other forms: σίκλος (LXX, J.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.
Etymology: From Semit.; cf. Hebr. šekel a.o. (E. Masson Recherches 34ff.). Lat. LW [loanword] siclus.
Middle Liddell
σίγλος, ορ σίκλος, ὁ,
1. the Hebr. shekel, a weightand coin, = 4 Attic δραχμαί, NTest.
2. the Persian ς. was = 7 ½ Attic ὀβολοί, Xen.
Frisk Etymology German
σίγλος: (att. Inschr. Ende IVa, X. u.a.),
{síglos}
Forms: σίκλος (LXX, J.)
Grammar: m.
Meaning: Gewicht und Münze (bei X. = 7 ½ att. Obolen), Sekel, auch als Ohrgehänge gebraucht (u. a. in σιγλοφόρος Kom. Adesp. 792); in dieser Bed. auch σίγλαι f. pl. (PMasp. VIp, Poll.).
Etymology: Aus dem Semit.; vgl. hebr. šekel u.a. (E. Masson Recherches 34ff.). Lat. LW siclus.
Page 2,702
Mantoulidis Etymological
ἤ σίκλος (=βάρος καί νόμισμα, σίγλαι = νομίσματα πού χρησιμοποιοῦνται γιά κοσμήματα). Ἑβραϊκή λέξη.