σεμνόω
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
make solemn or grand, exalt, magnify, τὰ περὶ Κῦρον Hdt. 1.95; ἄλλως αὐτὰ σ. Id.3.16:—Med., hold the head high, give oneself airs, dub. cj. in Call.Com.12.
German (Pape)
[Seite 872] ehrwürdig machen, bes. in der Erzählung, Etwas erhabener, wichtiger machen, als es wirklich ist, ausschmücken, übertreiben, Her. 1, 95. 3, 16.
French (Bailly abrégé)
σεμνῶ :
rendre imposant ; orner, embellir.
Étymologie: σεμνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμνόω [σεμνός] eerbiedwaardig maken, verfraaien.
Russian (Dvoretsky)
σεμνόω: (в рассказе) приукрашивать, преувеличивать, раздувать (τι Her.).
Greek Monotonic
σεμνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον σπουδαίο ή μεγαλοπρεπή, εκθειάζω, μεγαλύνω, κοσμώ, μεγαλοποιώ, εξωραΐζω, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνόω: μέλλ. -ώσω, κάμνω τι σεμνὸν ἢ μέγα, ἐξυψώνω, μεγαλύνω, τιμῶ, κοσμῶ, ἐκθειάζω, τὰ περὶ Κῦρον Ἡρόδ. 1. 95· ἄλλως σ. τι ὁ αὐτ. 3. 16. - Παθητ., κρατῶ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, ὑπερηφανεύομαι, Καλλίας ἐν «Πεδ.» 2.
Middle Liddell
σεμνόω, fut. -ώσω
to make solemn or grand, to exalt, magnify, embellish, Hdt.