σκορακίζω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
bid one go ἐς κόρακας (cf. κόραξ), send to the crows, send to the doghouse, dismiss contemptuously, Phld.Vit.p.15 J., Luc.Rh.Pr.16:—Pass., σκορακίζομαι = to be treated contemptuously, D.11.11, Plu.Art.27; σ. εἰς χῶρον ἀσεβῶν Ph.1.139.
German (Pape)
[Seite 904] eigtl. Einen zu den Raben, ἐς κόρακας, an den Galgen gehen heißen, ihn fortjagen, übh. Jem. schimpflich, verächtlich behandeln, ihu verachten; Dem. 11, 11 vrbdt τότε μάλιστα σκορακίζονται καὶ προπηλακίζονται; Sp., wie Plut. Artax. 27 Luc. rhet. praec. 16.
French (Bailly abrégé)
f. σκορακίσω, att. σκορακιῶ;
envoyer aux corbeaux, càd envoyer promener, traiter avec mépris.
Étymologie: pour *ἐσκορακίζω, de ἐς κόρακας.
Syn. ἀποσκορακίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκορακίζω [ἐς κόρακας] fut. σκορακιῶ eig. iem. ἐς κόρακας ‘naar de raven’ wensen: naar de hel wensen; ook verachtelijk behandelen, schofferen.
Russian (Dvoretsky)
σκορᾰκίζω: [из ἐς κόρακας] (fut. σκορακιῶ) грубо прогонять, презрительно отвергать, поносить (ἀποστρέφεσθαι καὶ σ. Luc.): προσκρούων καὶ σκορακιζόμενος Plut. впавший в немилость и презираемый.
Greek Monolingual
Α
1. αποπέμπω κάποιον με περιφρόνηση, τον ξαποστέλνω με βρισιές
2. (γενικά) συμπεριφέρομαι περιφρονητικά και υβριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἐς κόρακας (πρβλ. «[άι] στον κόρακα» βλ. λ. κόρακας)].
Greek Monotonic
σκορᾰκίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ (ἐς κόρακας, βλ. κόραξ), αποδιώχνω με περιφρόνηση, διαβολοστέλνω, αναθεματίζω, ξαποστέλνω, σε Λουκ. — Παθ., αντιμετωπίζομαι με περιφρόνηση, αποπέμπομαι, απορρίπτομαι, προπηλακίζομαι, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
σκορᾰκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στέλλω τινὰ ἐς κόρακας, στέλλω εἰς τὸν διάβολον, ἀποπέμπω μετὰ περιφρονήσεως, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 16, Ἀλκίφρων 1. 38. - Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις περιφρονητικῶς, Λατιν. contumelia affici, Δημ. 155. 15 (ἀλλ’ ἴδε Cobet V.LL. σ. 48), Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· σκ. εἰς χῶρον ἀσεβῶν Φίλων 1. 139, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 5, καὶ Λόγ. Ἑρμῆν σ. 317.
Frisk Etymological English
See also: s. κόραξ.
Middle Liddell
σκορᾰκίζω, [ἐς κόρακας, v. κόραξ
to dismiss contemptuously, Luc.:—Pass. to be treated contemptuously, Dem.
Frisk Etymology German
σκορακίζω: {skorakízō}
See also: s. κόραξ.
Page 2,737
Mantoulidis Etymological
(=στέλνω κάποιον στόν κόρακα, στό διάολο). Ἀπό τή φράση ἐς κόρακας (πέμπω).
Παράγωγα: σκορακισμός (=περιφρόνηση), ἀποσκορακισμός (=διώξιμο).