στείνω
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
A make strait, straiten, confine, crowd, στείνοντες Nonn. D. 23.5: Ep. impf. στεῖνον Orph.A.114.
II used by Hom. and Hes. only in pres. and impf. Pass., to become strait, be narrowed, θύρετρα φεύγοντι στείνοιτο Od.18.386; of persons, to be straitened for room, στείνοντο δὲ λαοί Il.14.34; of sheep, A.R.2.128.
2 to be or become full, be thronged, γαῖα στεινομένη Hes.Th.160: c. gen., στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων Od.9.219; νεκρῶν ἐστείνετο γαῖα Q.S.7.100: c. dat., [ποταμὸς] στεινόμενος νεκύεσσι crowded with.., Il.21.220; νῆσοι στεινόμεναι Κόλχοισι A.R.4.335; πώεσι.. αὐλὴ σ. Opp.H.4.398; στείνοντο.. ἀγροὶ μυκηθμῷ were filled with.., Theoc.25.97.
3 metaph., to be straitened, distressed, ἀρνειὸς λάχνῳ στεινόμενος burdened with its wool, Od.9.445. (στέν-yω, cf. στενός.)
German (Pape)
[Seite 933] ion. στένω, – 1) eng machen, verengen, στεῖνον ψαμάθους ὁμάδῳ, Orph. Arg. 112. sie verengten den Sand durch die Menge. – Pass. στείνομαι, στένομαι, eng werden, sich verengen, θύρετρα εὐρέα φεύγοντι στείνοιτο, die Pforte verengt sich dem Fliehenden, Od. 18, 386; eingeengt werden, Il. 14, 34. – 2) weil das Engwerden bes. durch Anfüllung des Raumes bewirkt wird, voll sein oder werden, sich füllen, στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, Hes. Th. 160, auch c. dat., ποταμὸς στεινόμενος νεκύεσσιν, Il. 21, 220, wenn man es hier nicht »eingeengt durch Leichen« übersetzen will; vgl. Ap. Rh. 4, 335; νεκρῶν δ' ἐστείνετο γαῖα, Qu. Sm. 7, 100. – Daher auch 3) bedrängt belastet sein, beschwert werden, ἀρνειὸς λαχνῷ στεινόμενος καὶ ἐμοί, Od. 9, 445. – Vgl. das att. στένω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
épq. et ion.
rendre étroit, rétrécir, resserrer ; Pass.
1 être ou devenir étroit : φεύγοντι OD pour les fuyards en parl. des portes d'une ville ; νεκύεσσι IL devenir étroit par suite du nombre des morts, être encombré de morts;
2 être à l'étroit, se presser en parl. d'une foule;
3 être plein, se remplir, gén..
Étymologie: R. Στεν, être étroit ; cf. στεινός, ion. c. στενός.
Russian (Dvoretsky)
στείνω: эп. = στένω.
Greek (Liddell-Scott)
στείνω: (ἴδε ἐν λ. στένω)· κάμνω τι στενόν, στενεύω, στενοχωρῶ, περιορίζω, συμπυκνῶ, συστέλλω, στείνοντες Νόνν. Δ. 23. 5· Ἐπικ. παρατ. στεῖνον Ὀρφ. Ἀργ. 112. 2) ποιητ. ἀντὶ στένω, στενάζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 4749. 8. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ἐν τῷ παθητ., καὶ τοῦτο μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., γίνομαι στενός, στενοῦμαι, θύρετρα στείνεται φεύγοντι Ὀδ. Σ. 386· ἐπὶ προσώπων, συμπυκνοῦμαι, στενοχωροῦμαι, δι’ ἔλλειψιν τόπου, στείνοντο δὲ λαοὶ Ἰλ. Ξ. 34, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 128. 2) εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης, γέμω, πληθύνομαι, γαῖα στεινομένη Ἡσ. Θ. 160· μετὰ γεν., στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων Ὀδ. Ι. 219· νεκρῶν ἐστείνετο γαῖα Κόϊντ. Σμ. 7. 100· μετὰ δοτ., ποταμὸς στεινόμενος νεκύεσσι, πλήρης νεκρῶν, Ἰλ. Φ. 220· νῆσοι στεινόμεναι Κόλχοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 335· πώεσι ... αὐλὴ στ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 397· στείνοντο ... ἀγροὶ μυκηθμῷ, ἦσαν πεπληρωμένοι μέ ..., Θεόκρ. 25. 97. 3) ἐντεῦθεν μεταφορ., στενοχωροῦμαι, ὑποφέρω στενοχωρίαν, ἀρνειὸς λαχνῷ στεινόμενος, βαρυνόμενος μὲ τὰ ἔρια αὑτοῦ, Ὀδ. Ι. 445· μεταφορ., στ. πυκινῇσι μεληδόσιν Χριστοδ. Ἔκφρ. 16. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὀδυνῶμαι. στένω», καὶ «στείνοντο· ἐστενοχωροῦντο».
English (Autenrieth)
(στενός), pass. pres. opt. στείνοιτο, ipf. στείνοντο: pass., be narrow, too narrow, crowded, dammed, weighed down, Il. 21.220, Od. 9.445, Od. 18.386.
Greek Monolingual
Α
1. καθιστώ στενό κάτι, συστέλλω
2. παθ. στείνομαι
είμαι ή γίνομαι πλήρης, γεμίζω (α. «στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων», Ομ. Οδ.
β. «στεινόμενος νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.)
3. (για πλήθος) συνωστίζομαι («στείνοντο δὲ λαοί», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. στενοχωριέμαι, υποφέρω («ἀρνειὸς λάχνῳ στεινόμενος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από τον ιων. τ. στεινός του επιθ. στενός].
Greek Monotonic
στείνω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (στενός)·
1. κάνω κάτι στενό, στενεύω, στριμώχνω — Παθ., γίνομαι στενός, στενεύομαι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πρόσωπα, συστέλλομαι, στενοχωρούμαι από την έλλειψη χώρου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. είμαι ή γίνομαι πλήρης, γεμίζω· με γεν., στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν, οι στάβλοι ήταν γεμάτοι από πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., ποταμὸς στεινόμενος νεκύεσσι, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ἀρνειὸς λαχνῷ στεινόμενος, πρόβατο που δυσχεραίνεται από το βάρος του μαλλιού του, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
στείνω, only in pres. and imperf.] στενός
1. to straiten: Pass. to become strait, to be narrowed, Od.; of persons, to be straitened for room, Il.
2. to be or become full, be thronged, c. gen., στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν the folds were crowded with lambs, Od.; c. dat., ποταμὸς στεινόμενος νεκύεσσι Il.:—metaph., ἀρνειὸς λάχνῳ στεινόμενος burdened with its wool, Od.