σύγκρασις

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρᾱσις Medium diacritics: σύγκρασις Low diacritics: σύγκρασις Capitals: ΣΥΓΚΡΑΣΙΣ
Transliteration A: sýnkrasis Transliteration B: synkrasis Transliteration C: sygkrasis Beta Code: su/gkrasis

English (LSJ)

-εως, Ion. σύγκρησις, ἡ,
A mixing together, commixture, blending, tempering, Hp.VM24, E.Fr.21.4, Pl. Phlb.64d, etc.; ἡ σύγκρασις τῶν χρωμάτων Id.Plt. 277c; σύγκρασις τῶν στοιχείων (heat and cold) Asclep. ap. Placit.5.21.2; ἥ τε ἐς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς ξύγκρασις blending of oligarchy with democracy, Th.8.97; ἡ . . ὑγρότης μὴ φέρουσα τὴν πρὸς τὸ φῶς σύγκρασιν Plu.Arat.10; of friendship, Id.Ant.31, BCH49.483 (Delph.); of bodily constitution or temperament, Ptol.Tetr.8,10.
b Astrol., combination of influence of heavenly bodies, Herm. ap. Stob.1.49.3, Ptol. Tetr.83, 121, Man.2.400.
c ἡ σύγκρασις τοῦ ἔτους the temperature or climate, Dsc.1 Praef.7.
II mixture, compound, οὐ θνητὸς οὐδ' ἀθάνατος, ἀλλ' ἔχων τινὰ σ. but compounded so to say of both, Alex.240.2; τὸν καιρὸν . . τῆς σ., i.e. the moment when the dish is neither too hot nor too cold, Id.173.10; τὴν τοῦ βίου σσύγκρασιν Men.685.

German (Pape)

[Seite 969] εως, ἡ, Vermischung; ἔς τινας, Thuc. 8, 97; Plat. Phil. 61 c; χρωμάτων, Polit. 277 c, u. öfter; Plut. Rom. 14.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mélange, réunion.
Étymologie: συγκεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκρᾱσις, Att. ook ξύγκρᾱσις, Ion. σύγκρησις -εως, ἡ συγκεράννυμι vermenging:. ἥ τε ἐς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς ξύγκρασις = de vermenging van oligarchische en democratische elementen Thuc. 8.97.2.

Russian (Dvoretsky)

σύγκρᾱσις: εως ἡ смешение, смесь (τῶν χρωμάτων Plat.): ἡ ἑς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς ξ. Thuc. средняя форма между властью немногих и господством масс; σ. καὶ κοινωνία Plut. тесное общение.

Greek Monotonic

σύγκρᾱσις: -εως, ἡ, ανάμειξη, ανακάτεμα, σύμμειγμα, συγχώνευση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ συγκεραννύναι, σύμμιξις, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Εὐρ. Ἀποσπ. 21. 4, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 10, Πλάτ., κλπ.· ἡ σ. τῶν χρωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 277C· ἥ τε ἐς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς ξύγκρασις, κρᾶμα ὀλιγαρχίας καὶ δημοκρατίας, Θουκ. 8. 97· ἡ... ὑγρότης μὴ φέρουσα τὴν πρός τὸ φῶς σ. Πλουτ. Ἄρατ. 10· ― ἐπὶ φιλίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 31· πρβλ. συγκεράννυμι. ΙΙ. κρᾶμα, μῖγμα, οὐ θνητὸς οὐδ’ ἀθάνατος, ἀλλ’ ἔχων τινὰ σύγκρασιν, ἀλλ’ οὕτως εἰπεῖν σύνθετος ἐξ ἀμφοτέρων, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1· τὸν καιρόν... τῆς συγκράσεως, δηλ. κατὰ τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν τὸ ἔδεσμα οὔτε πολὺ θερμὸν εἶναι οὔτε πολὺ ψυχρόν, ὁ αὐτ. ἐν «Παννυχίδι» 2. 10· τὴν τοῦ βίου σ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 468.

Middle Liddell

σύγ-κρᾱσις, εως,
a mixing together, commixture, blending, tempering, Thuc., Plat., etc.

English (Woodhouse)

being mixed together

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

temperamentum, blending, 8.97.2.