τρίγλη

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγλη Medium diacritics: τρίγλη Low diacritics: τρίγλη Capitals: ΤΡΙΓΛΗ
Transliteration A: tríglē Transliteration B: triglē Transliteration C: trigli Beta Code: tri/glh

English (LSJ)

ἡ, red mullet, Mullus barbatus, Epich.64, Sophr.50, Cratin. 58,320, Philyll.13, Diocl.Fr. 135, PCair.Zen.83.2 (iii B. C.), Sor.1.51, 94, Gal.6.715; τ. μιλτοπάρηος Matro Conv. 27:—in later writers τρίγλᾰ or τρῖγλα prevailed, and is sometimes found in codd. of earlier authors, as Arist.HA543a5, 591b19; τρῖγλαν (v.l. τρίγλαν) ἀπ' ἀνθρακιῆς AP6.105 (Apollonid.); τρίγλαν Corn.ND34, Plu.2.730b,977f, 983f; but only τρίγλη is recognized by Hdn.Gr.1.255 note, 1.318, Ath.7.324c.

French (Bailly abrégé)

c. τρίγλα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγλη -ης, ἡ [~ τρίζω] zeebarbeel (vis).

Greek Monolingual

και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α
παλαιότερη λόγια ονομασία του περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς τίκτειν τοῦ ἔτους», Αθήν.)
νεοελλ.
(στον τ. τρίγλα) γένος σκορπιονοειδών ψαριών που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες, γνωστό με την κοινή ονομασία καπόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριγ- του τρίζω (πρβλ. παρακμ. τέ-τριγ-α) + επίθημα -λη (πρβλ. τρώγλη). Σημασιολογικά, η λ. συνδέεται με το ρ. τρίζω, λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που κάνουν τα βράγχια του ψαριού καθώς το τραβούν έξω από το νερό (πρβλ. και γαλλ. grondin «είδος ψαριού» < gronder κροτώ, μουρμουρίζω»)].

Greek Monotonic

τρίγλη: ἡ, μπαρμπούνι· επίσης, τρίγλᾰ, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγλη: ἡ, τριγλί, χυδ. «μπαρμποῦνι» (πωγωνοφόρος), Ἰταλ. triglia, Ἐπίχ. 37 Ahr., οὐδ’ Αἰξωνίδ’ ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, ἐν Ἀδήλ. 14, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 1, κλπ.˙ τρίγλη μιλτοπάρῃος Μάτρ. παρ’ Ἀθην. 135Β˙ - παρὰ μεταγεν., ὁ τύπος τρίγλᾰ ἢ τρῖγλα ἐπεκράτησε, καὶ πολλάκις εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς (οἷον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5., 8. 2, 31), τρίγλαν ἀπ’ ἀνθρακιῆς Ἀνθ. Π. 6. 105, πρβλ. Ἀθήν. 324C, Ἡρῳδιαν. Γραμμ. σ. 415. - Ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 103 καὶ 175.

Middle Liddell

τρίγλη, ἡ,
the red mullet: also τρίγλᾰ, Anth. {{FriskDe |ftr=τρίγλη: {tríglē}
Forms: dor. -α, sekund. -α (-ῖ- und -ί-)
Grammar: f.
Meaning: Trigla, Knurrhahn, ein Fisch (Epich., Sophr., att. Kom., Arist., hell. Pap. usw.; zu den Formen usw. Solmsen Wortforsch. 260);
Composita: τριγλοφόρος Knurrhähne fangend (AP), ~ -βόλος ib. (Plu.).
Derivative: Demin. τριγλίς f. (Antiph., Arist. u.a.), -ίον n. (hell. Pap., Gp.); dazu -ῖτις f. [[Art ἀφύη (Dorio ap. Ath.; Redard 85). — Daneben τριγόλας m. N. eines Fisches (Sophr.).
Etymology: Von τρίζω (s.d.) mit Beziehung auf den knurrenden Laut, der beim Aneinanderreiben der Kiemendeckelknochen entsteht, wenn dieser Fisch aus dem Wasser genommen wird; s. Bechtel KZ 49, 120 und Strömberg Fischnamen 71 ff. Vgl. τριγλίζειν· κατὰ μίμησιν ἐπὶ τῶν γελώντων H. (wie κίχλη: κιχλίζω). — Die Nebenform τριγόλας hat sich an die Nomina auf -όλας, -όλης, z.B. μαινόλας, -όλης, angeschlossen (Bechtel Dial. 2, 245). — Ausführlich über τρίγλη Thompson Fishes s.v.
Page 2,932 }}