Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
-άρα, -ικο, Ν
1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων
2. αυτός που κρυώνει εύκολα
3. πολύ δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεμούλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψιάρης)].