τροφεῖα
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
τά,
A pay for rearing and bringing up, wages of a nurse, θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί A.Th.477; (πορσῦναι) E.El.626; ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, Id.Ion 852, Pl.R. 520b; prov., κριὸς τὰ τροφεῖα (sc. ἀπέτεισεν) = a ram butts at those who have brought him up, of ingratitude, Men.905; ἀνταποδοῦναι Lys.6.49, cf. IG5(2).345.7 (Orchom. Arc., ii/i B. C.), POxy.37.10 (i A. D.); πράξασθαι D.S.9.13.
II βίου τροφεῖα one's living, food, S.OC341; τροφεῖα ματρός mother's milk, E.Ion1493 (lyr.).
III fodder, BGU912.19 (i A. D.), PAmh.2.143.5 (iv A. D.).
IV maintenance, board, paid in money or kind, PEleph. 3.2, al. (iii B. C.), PMich.Teb.121v vii 7, al. (i A. D.), PRyl.153.4 (ii A. D.); paid to a wet nurse, BGU1106.38,47 (i B. C.), PGrenf.2.75.5 (iv A. D.).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
1 frais de nourriture ou d'éducation;
2 ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre, nourriture, subsistance.
Étymologie: τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροφεῖα -ων, τά [τροφεύς] voedsterloon, loon voor verzorging van kinderen:. θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί bij zijn dood zal hij zijn voedsterloon volledig betalen aan de aarde Aeschl. Sept. 477; ποῖα τροφεῖα ἀνταποδούς wat voor voedsterloon in ruil gegeven hebbend Lys. 6.49. voeding, levensonderhoud:. τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσι zij (de vrouwen) zorgen voor het levensonderhoud buitenshuis Soph. OC 341.
Russian (Dvoretsky)
τροφεῖα: τά
1 плата за воспитание Aesch., Eur., Lys., Plat. etc.;
2 питание, средства: βίου τ. Soph. средства к жизни; τ. ματρός Eur. материнское молоко.
Greek (Liddell-Scott)
τροφεῖα: τά, (τροφεύω) ἀμοιβὴ διδομένη εἰς τὴν τροφὸν ἢ τὸν τροφέα, θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 477· πορσύνειν Εὐρ. Ἠλ. 626· ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, ἀποτίνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 582, Πλάτ. Πολ. 520Β, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 333· ἀνταποδοῦναι Λυσί. 107. 32· πράξασθαι Διοδ. Ἐκλογ. 552. 94. ΙΙ. βίου τροφεῖα, ὡς τὸ τροφή, Σοφ. Ο. Κ. 341· τροφεῖα ματρός, μητρικὸν γάλα, Εὐρ. Ἴων 1493.
Greek Monotonic
τροφεῖα: τά (τροφεύω)·
I. αμοιβή που δίδεται στην ή στον τροφό, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. βίου τροφεῖα, τρόπος ζωής κάποιου, τροφή, σε Σοφ.· τροφεῖα ματρός, το μητρικό γάλα, σε Ευρ.
Middle Liddell
τροφεῖα, ων, τά, τροφεύω
I. pay for bringing up, the wages of a nurse or rearer, Aesch., etc.
II. βίου τροφεῖα one's living, food, Soph.; τροφεῖα ματρός mother's milk, Eur.
English (Woodhouse)
debt due for one's rearing, debt due to parents for one's rearing
Mantoulidis Etymological
(=ἀμοιβή τροφοῦ). Ἀπό τό τροφεύω τοῦ τρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.