υγρασία

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

η / ὑγρασία, ΝΜΑ υγράζω
η κατάσταση του υγρού, υγρότητα
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) η ποσότητα τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα
2. (κλιματολ.) α) η ποσότητα τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων
β) ο λόγος κατακρημνισμάτων-εξάτμισης
3. φυσ.-χημ. το νερό που έχει διασπαρεί σε ένα αέριο υπό μορφή υδρατμών ή μικρών σταγονιδίων ή το νερό που έχει διασπαρεί σε ένα στερεό ή έχει συμπυκνωθεί στην επιφάνεια του
3. η υγρότητα που παρατηρείται σε μια επιφάνεια ή σε έναν χώρο («το σπίτι έχει υγρασία»)
4. τα σταγονίδια νερού που σχηματίζονται στους πόρους αγγείου ή τοίχου
5. φρ. α) «απόλυτη υγρασία»
(μετεωρ.) η μάζα, εκφρασμένη σε γραμμάρια, τών υδρατμών που περιέχονται σε ένα κυβικό μέτρο αέρα
β) «ειδική υγρασία»
(μετεωρ.) η μάζα, εκφρασμένη σε γραμμάρια, τών υδρατμών που περιέχονται σε ένα χιλιόγραμμο υγρού αέρα
γ) «σχετική υγρασία»
(μετεωρ.) το πηλίκο της ποσότητας υδρατμών που περιέχεται στη μονάδα όγκου του αέρα διά της ποσότητας υδρατμών με την οποία ο ίδιος όγκος αέρα, στην ίδια θερμοκρασία, θα ήταν κορεσμένος
δ) «περιεκτικότητα υγρασίας»
(τεχνολ.-φυσ.) η ποσότητα νερού που υπάρχει σε ένα υλικό είτε με τη μορφή υγρού είτε με τη μορφή υδρατμών
μσν.-αρχ.
το νερό
αρχ.
(κατ' ευφ.) το ούρο.

Translations

Afrikaans: vog; Albanian: lagështirë; Arabic: رُطُوبَة‎; Armenian: խոնավություն, թացություն; Azerbaijani: nəmlik, rütubət, nəm; Belarusian: ві́льгаць, вільготнасць; Breton: glebiadur; Bulgarian: влага, влажност; Catalan: humitat; Chinese Mandarin: 濕氣, 湿气; Czech: vlhkost, vláha; Danish: fugtighed; Dutch: vochtigheid, vocht; Finnish: kosteus; French: humidité; Galician: humidade, lentura; German: Feuchtigkeit, Nässe; Greek: υγρασία; Ancient Greek: δρόσος, ἐπίτεγξις, ἰκμάς, μύδος, νοτία, νοτίς, νοτισμός, τὸ νοτερόν, τὸ ὑγρόν, ὑγρασία, ὑγρότας, ὑγρότης, ὑδρότης; Greenlandic: aalaq; Hebrew: לַחוּת‎; Hindi: नमी; Hungarian: nedvesség, nyirkosság; Irish: taisleach; Italian: umidità; Japanese: 湿気; Kazakh: дым; Khmer: សន្សើម, សំណើម; Korean: 습기; Kyrgyz: ым, ным; Lao: ຄວາມຊຸ່ມ; Latin: mador, sucus; Latvian: mistrums, miklums, valgums, valganums; Lithuanian: drėgnis, drėgnumas, drėgmė; Macedonian: влага; Malay: kelembapan; Manchu: ᠰᡳᠮᡝᠨ; Middle English: moisture, moistnes; Middle Persian: 𐭭𐭬‎; Norwegian Bokmål: fuktighet; Old Church Slavonic Cyrillic: влага, вла̏жно̄ст; Glagolitic: ⰲⰾⰰⰳⰰ; Old East Slavic: волога; Persian: نم‎, رطوبت‎; Polish: wilgoć, wilgotność; Portuguese: umidade, humidade; Romanian: umezeală; Russian: влага, влажность; Serbo-Croatian Cyrillic: вла̏га; Roman: vlȁga, vlȁžnost; Slovak: vlaha, vlhkosť; Slovene: vlága, vlažnost; Sorbian Lower Sorbian: włoga; Upper Sorbian: włoha; Spanish: humedad; Swedish: fuktighet, fukt; Tagalog: halumigmig, hamil, sayimsim; Tajik: нам, рутубат; Tatar: дым; Thai: ความชื้น; Turkish: nem, rutubet; Turkmen: çyg; Ukrainian: волога, вільгота, вологість, вогкість; Urdu: نمی‎; Uzbek: namlik; Vietnamese: độ ẩm, khí ẩm; Westrobothnian: dweft, rågne