υπερβαίνω
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
Greek Monolingual
ὑπερβαίνω ΝΜΑ
1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ.
γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ.
δ. «τεῖχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.)
2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α. «υπερέβη τα εκατό έτη» β. «πλέον ὑπερβὰς ο' ἔτη», Πλάτ.)
3. υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», Πλάτ.)
4. ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, παραβαίνω (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», Ηρόδ.
γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για ποτάμια) υπερεκχειλίζω, πλημμυρίζω
2. μτφ. παρέρχομαι, παραβλέπω («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», Ηρόδ.)
3. παραλείπω, αφήνω («ὑπερβὰς αὐτὴν μετὰ γεωμετρίαν ἀστρονομίαν ἔλεγον», Πλάτ.)
4. στέκομαι προστατευτικά πάνω από κάποιον («τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα», Οππ.)
5. (σε διαθήκη) μεταβαίνω, προχωρώ στον πλησιέστερο κληρονόμο
6. περνώ πάνω από, πηδώ πάνω από μια έκταση
7. (για χρόνο) κυλώ, διαρρέω («ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων», Σωρ.)
8. είμαι ψηλότερος από κάτι άλλο («δύο ἐσχάρας ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν», Παυλ. Αιγ.)
9. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο («ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην», Ξεν.).