φωρατής

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

German (Pape)

[Seite 1322] ὁ, der den Dieb auf der Tat ertappt, übh. eine verborgene Sache ausforscht, entdeckt (?).

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που συλλαμβάνει έναν κλέφτη επ' αυτοφώρω
2. αυτός που ανακαλύπτει κρυμμένα αντικείμενα
3. (ραδιοηλεκτρ.) συσκευή ευαίσθητη σε υψίσυχνα ηλεκτρικά ρεύματα, η οποία επιτρέπει την ανίχνευση της παρουσίας ραδιοηλεκτρικών κυμάτων ή ταλαντώσεων και, ενδεχομένως, διαχωρισμό του αρχικού διαμορφωτικού σήματος για εξαγωγή του πληροφοριακού του περιεχομένου
4. φρ. α) «γραμμικός φωρατής»
(ραδιοηλεκτρ.) φωρατής που παράγει συνεχή συνιστώσα ανάλογη προς το εύρος εφαρμοζόμενης σ' αυτόν ημιτονοειδούς ταλάντωσης
β) «τετραγωνικός φωρατής»
(ραδιοηλεκτρ.) φωρατής που παράγει συνεχή συνιστώσα αισθητώς ανάλογη προς το τετράγωνο εφαρμοζόμενης σ' αυτόν ημιτονοειδούς ταλάντωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωρῶ / -ῶμαι. Η λ., ως επιστημον. όρος, αποτελεί απόδοση του γαλλ. detecteur].