χαλκεομήστωρ
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
English (LSJ)
-ορος, ὁ, skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i.e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).
French (Bailly abrégé)
οροσ (ὁ) :
à la volonté d'airain.
Étymologie: χαλκός, μήδομαι.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεομήστωρ: ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - v.l. к χαλκεομίτωρ).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεομήστωρ: ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. δοριμήστωρ ἐντεσιμήστωρ.
Greek Monolingual
-ορός, ὁ, Α
1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος
ἰσχυρόφρονος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ.
Greek Monotonic
χαλκεομήστωρ: -ορος, ὁ, αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.