легкий
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Russian > Greek
πρόχειρος, ἄπονος, ῥᾴθυμος, εὐθάνατος, λαιψηρός, εὔπρακτος, εὔοδος, κοῦφος, μεταμώνιος, κουφόνοος, κουφόνους, ῥᾴδιος, ῥηΐδιος, εὐκάματος, εὐπρόσοιστος, ἔμπρακτος, εὐχερής, φιλύρινος, μαλακός, εὐαφής, ἐπιπόλαιος, εὐτελής, πρᾷος, λεπτός, ἀμφίστροφος, εὐάγητος, ἔκλυτος, ὑδάτινος, εὔταρσος, ὑπήνεμος, ἀβληχρός, ἀκροθιγής, εὐπετής, λεπταλέος, εὔφορος, εὐάγκαλος, εὔπορος, εὔκολος, εὐτρόχαλος, ἐϋτρόχαλος, εὐσταλής