свежий
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Russian > Greek
ὡραῖος, νέος, νεαρός, ἀκέραιος, λιπαρός, εὔζωνος, ἐΰζωνος, νεοθηλής, νεοθαλής, νεαλής, νεώρης, νεόπηκτος, νεοχάρακτος, νεόφοιτος, ἀρτιπαγής, νεότομος, ἀρτιθαλής, νεογενής, ἀρτιφυής, ἀδίαντος, ἀκμής, ποταίνιος, ἑρσήεις, ἐερσήεις, δροσώδης, δροσερός, εὔχροος, εὔχρους, νεόγυιος, νεόσφακτος, πρόσφατος, ἑτεραλκής, ἐξημοιβός, θερμός, νεόδμητος, ἀνθηρός, νόστιμος