ἀνολολύζω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
A cry aloud, shout aloud, ἀνωλόλυξα χαρᾶς ὕπο A.Ag. 587, cf. Simon.148.2, S.Tr.205, E.Med.1173, etc.
2 c. acc., bewail loudly, S.El.750: but c. acc. cogn., βοὴν ἀ. E.Tr.1000.
II causal, excite by Bacchic cries, πρώτας δὲ Θήβας.. ἀνωλόλυξα Id.Ba.24.
Spanish (DGE)
I en sent. relig., de mujeres
1 gritar, lanzar un grito ritual de mujeres, Clitemestra a la caída de Troya ἀνωλόλυξα ... χαρᾶς ὕπο A.A.587, cf. Antigen.Lyr.2, δόξασά που ἢ Πανὸς ὀργὰς ἤ τινος θεῶν μολεῖν, ἀνωλόλυξε ... εἶτ' ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτόν pensando que esta rabia venía de Pan o de algún otro dios, elevó el grito ritual ... después lanzó un largo grito de terror, que hizo eco al grito ritual E.Med.1173.
2 fact. hacer lanzar el grito ritual πρώτας δὲ Θήβας ... ἀνωλόλυξα E.Ba.24.
II en gener.
1 gritar c. ac. int. βοὴν ἀ. lanzar un grito de socorro E.Tr.1000, λαμπρὸν ἀ. lanzar un grito de júbilo Plu.2.768d, Polyaen.8.39, μέγα ἀ. X.Eph.1.11.5, abs. X.Eph.5.13.3.
2 llorar a gritos τὸν νεανίαν S.El.750.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνωλόλυξα;
pousser de grands cris de joie ou de douleur ; se lamenter sur, acc..
Étymologie: ἀνά, ὀλολύζω.
German (Pape)
(ὀλολύζω), laut aufschreien, bes. vor Freude, Aesch. χαρᾶς ὕπο Ag. 573; Soph. Tr. 204; Simon. 76 (IX.700); auch vor Trauer, τινά, Jemanden beklagen, Soph. El. 740; Luc. somn. 4; Eur. Bacch. 24 Θήβας ἀνωλόλυξα, durch bacchischen Jubel habe ich Theben aufgeregt.
Russian (Dvoretsky)
ἀνολολύζω:
1 издавать ликующие возгласы, радостно восклицать Trag., Plut., Anth.;
2 горестно вопить, оплакивать (τινά Soph., Luc.): βοὴν ἀ. Eur. поднимать крик;
3 оглашать или возбуждать (вакхическими) воплями (Θήβας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνολολύζω: μέλλ. -ύξω, κράζω μεγαλοφώνως, ἰσχυρῶς φωνάζω, ἐκπέμπω ἰσχυρὸν καὶ διαρκῆ ἦχον ἐκ τοῦ λάρυγγος, ὡς ποιοῦσιν ἔτι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Συρίᾳ πρὸς ἔνδειξιν μεγάλης χαρᾶς ἢ λύπης: - ἀνωλόλυξα ... χαρᾶς ὕπο Αἰσχύλ. Ἀγ. 587, πρβλ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 13. 28, Σοφ. Τρ. 205, Εὐρ. Μήδ. 1173, κτλ.· πρβλ. ὀλολύζω, ὀλολυγή. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Σοφ. Ἠλ. 750· μετὰ συστοίχου αἰτ., ἐπικαλοῦμαι μεγαλοφώνως βοήθειαν, ἢ ποίαν βοὴν ἀνωλόλυξας Εὐρ. Τρῳ. 1000. ΙΙ. μετὰ ἐνεργ. σημασίας, ἐξεγείρω διὰ βακχικῶν κραυγῶν, πρώτας δὲ Θήβας ... ἀνωλόλυξα ὁ αὐτ. Βάκχ. 24.
Greek Monolingual
ἀνολολύζω (Α) ολολύζω
Ι. (μτβ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
II. (μτβ.)
1. θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον
2. ζητώ με κραυγές τη βοήθεια κάποιου
3. εξεγείρω με βακχικές κραυγές.
Greek Monotonic
ἀνολολύζω: μέλ. -ύξω,
I. 1. κραυγάζω δυνατά, φωνάζω (με χαρά), σε Τραγ.
2. με αιτ., θρηνώ μεγαλοφώνως, σε Σοφ.
II. με Ενεργ. σημασία, εξεγείρω μέσω βακχικών κραυγών, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. to cry aloud, shout (with joy), Trag.
2. c. acc. to bewail loudly, Soph.
II. in a causal sense, to excite by Bacchic cries, Eur.