ἀπαιθριάζω

From LSJ

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιθριάζω Medium diacritics: ἀπαιθριάζω Low diacritics: απαιθριάζω Capitals: ΑΠΑΙΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: apaithriázō Transliteration B: apaithriazō Transliteration C: apaithriazo Beta Code: a)paiqria/zw

English (LSJ)

A expose to the air, air, Hp.Morb.3.17:—Pass., Herod. Med. ap. Orib.5.30.33.
2 ἀ. τὰς νεφέλας clear away the clouds, Ar. Av.1502.
3 intr., clear up, grow fine, of weather, Lib.Or.11.215: metaph., M.Ant.2.4.

Spanish (DGE)

1 airear, exponer al sereno un medicamento, Hp.Morb.3.17, agua, Herod.Med. en Orib.5.30.33.
2 despejar τὰς νεφέλας Ar.Au.1502
abs. del tiempo aclarar Lib.Or.11.215
fig. en aor. tem. serenarse M.Ant.2.4.

German (Pape)

[Seite 275] 1) der freien Luft aussetzen, abkühlen, Hippocr. – 2) aufklären, νεφέλας, die Wolken zerteilen, Ar. Av. 1502, Gegensatz συννεφέω; übertr., M. Antonin. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

1 tr. rendre serein;
2 intr. être limpide.
Étymologie: ἀπό, αἴθριος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιθριάζω: прояснять: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ἀδιάνδου δραχμίδα ἐμβαλὼν ἀπαιθριάσας δίδου Ἱππ. 497. 15. 2) ἀπ. τὰς νεφέλας ἀπομακρύνω, ἀποδιώκω τὰ νέφη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως «ἀνοίγω» γίνομαι αἴθριος, ἀνέφελος, ὥστε ὁπότε ἀπαιθριάσειεν, ὥσπερ ἐκ μακροῦ πλοῦ σεσωσμένοι περιβάλλονται ἀλλήλοις Λιβάν. Ι. 343: - μεταφ. Μ. Ἀντων. 2, 4.

Greek Monolingual

ἀπαιθριάζω (Α)
1. εκθέτω στον αέρα, αερίζω
2. φρ. (για τον Δία) «ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας» — απομακρύνει, διώχνει τα σύννεφα
3. (αμτβ. -απρόσ.) γίνεται αιθρία, ξαστεριάζει.

Greek Monotonic

ἀπαιθριάζω: μέλ. -σω (αἰθρία), απομακρύνω τα σύννεφα από τον ουρανό, καθαρίζω τον ουρανό από τα σύννεφα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

αἰθρία
to clear away clouds from the sky, Ar.