ἀποστείχω

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστείχω Medium diacritics: ἀποστείχω Low diacritics: αποστείχω Capitals: ΑΠΟΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: aposteíchō Transliteration B: aposteichō Transliteration C: aposteicho Beta Code: a)postei/xw

English (LSJ)

aor. ἀπέστῐχον, go away, go home, οἴκαδ' ἀ. Od.11.132, etc.; imper. ἀπόστιχε Il.1.522: aor. part. ἀποστιχόντων Hdt. 9.56; ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου A.Supp.769, cf. S.El.799, etc.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἀπέστιχον Od.12.333, A.R.4.686, imperat. ἀπόστιχε Il.1.522]
irse, marcharse, retirarse οἴκαδ' Od.11.132, 23.279, εἴσω S.Tr.693, ἄψορρον A.R.l.c., ἀνὰ νῆσον Od.12.143, 333, ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου A.Supp.769, cf. Il.l.c., A.R.2.6, Call.SHell.265.18, AP 14.74
fig. morir ἓξ μὲν ἄγων λυκάβαντας ἀπέστιχον IParion 52.17 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 326] ab-, weggehen, ἀπέστιχον Od. 12, 333; ἀπέστιχε Od. 12, 143; ἀπόστιχε imper. Il. 1, 522; οἴκαδ' ἀποστείχειν Od. 11, 132. 23, 279; ἥλιος ἐς νύκτα Aesch. Suppl. 750; Soph. El. 689; sp. D., ἀπέστιχες Theocr. 27, 54; Ap. Rh. 4, 686; auch Her. 9, 56.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποστείξω, ao.2 ἀπέστιχον > impér. ἀπόστιχε;
s'en aller, particul. retourner chez soi.
Étymologie: στείχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστείχω: (aor. 2 ἀπέστιχον) уходить, удаляться; возвращаться Hom., Aesch., Soph., Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστείχω: ἀόρ. ἀπέστῐχον: - ἀπέρχομαι μακράν, πορεύομαι εἰς τὴν πατρίδα, Ὀδ. Λ. 132, κτλ.: προστακτ. ἀπόστιχε Ἰλ. Α. 522· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 9. 56, Σοφ., κτλ.· ἐς νύκτ’ ἀποστείχοντος ἡλίου Αἰσχύλ. Ἱκ. 769.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἀπέστιχε, imp. ἀπόστιχε: go away, depart, Il. 1.522, Od. 11.132, Od. 12.143.

Greek Monolingual

ἀποστείχω (Α)
αποχωρώ, φεύγω.

Greek Monotonic

ἀποστείχω: αόρ. βʹ -έστῐχον, απέρχομαι, αναχωρώ και πορεύομαι προς την πατρίδα μου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· προστ. ἀπόστιχε, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

to go away, to go home, Od., Hdt.; imperat. ἀπόστιχε Il., Hdt.