ἀρρεπής
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ἀρρεπές, of a balance, inclining to neither side: hence, without weight or influence, ἀρρεπὲς πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, cf. 1015a; insignificant, Stoic.3.35; firm, unwavering, of ἰσότης, ib.159, Dam. Pr.283. Adv. ἀρρεπῶς = without wavering, steadfastly Ph.1.409, Hierocl.p.31 A.:—also ἀρρεπί, Hdn.Epim. 256.
Spanish (DGE)
-ές
I 1no inclinado a ningún lado ἡ καμπὴ ... οὐδ' ἀ. Gal.2.266, μόναι γὰρ αἱ (ἀποφύσεις) κατὰ τὸν δέκατον ἀρρεπεῖς εἰσι Gal.2.760
•fig. irrelevante ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὑτοῦ καὶ ἀρρεπές la falta de calidad, la inercia y la no tendencia hacia alguna cosa Plu.2.1015a, cf. Chrysipp.Stoic.3.35.
2 firme, inalterable de abstr., de una igualdad, Chrysipp.Stoic.3.159, ὑπεροχή Dam.in Prm.283, γνώμη Ph.2.25.
II adv. ἀρρεπῶς = firmemente, equilibradamente ἀρρεπῶς ἱδρῦσθαι Ph.1.409, ἀ. ἴσχει Hierocl.p.31, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne penche ni d'un côté ni de l'autre, indifférent.
Étymologie: ἀ, ῥέπω.
German (Pape)
ές, eigtl. von der Waage, sich nirgendwohin neigend; übertragen, unveränderlich; ohne merklichen Ausschlag, unbemerkbar, Plut. πρὸς εὐδαιμονίαν, nichts zur Glückseligkeit beitragend, adv. Stoic. 23.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρεπής:
1 безразличный, неопределенный (ἄποιος καὶ ἀ. Plut.);
2 не имеющий значения (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρεπής: -ές, κυρίως ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ πρὸς μηδέτερον μέρος ῥέπουσα· ἐντεῦθεν, ὁ μὴ ἔχων σημασίαν τινὰ ἢ βαρύτητα, ὁ μὴ συντελῶν εἴς τι, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀρρεπὲς Πλούτ. 1015Α· τὸ ἀγαθὸν ἀρρεπὲς ποιοῦσι καὶ ἀμαυρὸν ὁ αὐτ. 10628· ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν ὁ αὐτ. 2. 1070Α· σταθερός, ἀμετάβλητος, αδιάσειστος, γνώμῃ ἀνενδότῳ καὶ ἀρρεπεῖ Φίλων 2. 25. 34. ― Ἐπίρρ. ἀρρεπῶς Κλήμ. Ἀλ. 60· ― ὡσαύτως, ἀρρεπὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμερ. 256.
Greek Monolingual
ἀρρεπής, -ές (AM)
ο ακλόνητος, ο σταθερός
αρχ.
1. (για πλάστιγγα) αυτός που δεν κλίνει ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος
2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά σημασία ή βαρύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρεπής < ρέπω (πρβλ. αμφιρρεπής, χαμαιρρεπής κ.ά.)].