ἁματροχιά

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁματροχιά Medium diacritics: ἁματροχιά Low diacritics: αματροχιά Capitals: ΑΜΑΤΡΟΧΙΑ
Transliteration A: hamatrochiá Transliteration B: hamatrochia Transliteration C: amatrochia Beta Code: a(matroxia/

English (LSJ)

ἡ,
A driving side by side, ἁματροχιὰς ἀλεείνων Il.23.422; of stars, common motion, ἁματροχιῇ πεφόρηται Man.4.108.
2 by error for ἁρματροχιά, ἁρματοτροχιά, track of wheels, Call.Fr.135, Nic.Th.263, Hippiatr.87.

Spanish (DGE)

ἁματροχιᾶς, ἡ
• Alolema(s): ἁματροχιή Man.4.108; tb. ἁματροχία Porph.ad Il.23.422
• Prosodia: [ᾰ-]
1 carrera a la par ἁματροχιὰς ἀλεείνων Il.23.422.
2 fig., de los vientos camino ἀνέμων οὐδεὶς εἶδεν ἁματροχιάς Call.Fr.383.10
de las estrellas órbita ἁματροχιῇ πεφόρηται Man.l.c.
de las serpientes rodada ἐν δ' ἀμάθοισιν ἢ καὶ ἁματροχιῇσι κατὰ στίβον ἐνδυκὲς αὔει Nic.Th.263, cf. Hippiatr.87.1, por error c. ἁρματροχιά Porph.l.c., cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 117] ἡ, das Zusammenstoßen der Räder, Hom. einmal, Il. 23, 422 ἁματροχιὰς ἀλεείνων, Herodian Scholl. ἁματροχιάς: δασέως τὴν ἄρχουσαν· ὀξύνεται δὲ ὁμοίως τῷ φυταλιάς; – die Räderspur Callimach. Scholl. Iliad. l. l. (frgmt. 135), vgl. ἁρματροχιά.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
c. ἁματροχία:
1 rencontre de deux chars;
2 trace des roues d'un char.
Étymologie: ἅμα, τρόχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἁματροχιά: ἡ, = ἡ σύμπτωσις, σύγκρουσις τῶν τροχῶν, ἁματροχιὰς ἀλεείνων, τὰς τῶν τροχῶν συγκρούσεις, τὰς ἀπὸ τῶν ἄλλων ἁρμάτων, Ἰλ. Ψ. 422. 2) κατά τι σφάλμα ἀντὶ τοῦ ἁρματροχιὰ = ἡ γραμμὴ τῶν τροχῶν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Καλλ. Ἀποσπ. 135. Νικ. Θ. 263: παρ’ Ἡσυχίῳ καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παροξυτόνως, «ἁματροχίας· τὰς χαράξεις τῶν τροχῶν, καὶ ὁμοδρομίας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἁματροχιά, η (Α)
1. σύγκρουση τροχών
2. (αντί ἁρματροχιά) ίχνη τών τροχών άμαξας επάνω στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα + τροχιά. Η χρήση της λ. ἁματροχιά, με τη (2) σημ. (τροχιά άρματος) προήλθε πιθ. από τ. ἁρματροχιά με ανομοίωση του ρ. ή από τ. ἁρματοτροχιά > ἁρματροχιά (με απλολογία) > ἁματροχιά με ανομοιωτική αποβολή του -ρ-].

Greek Monotonic

ἁματροχιά: ἡ (τροχός), σύμπτωση ή σύγκρουση των τροχών, ἁματροχιὰς ἀλεείνων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τροχός
a jostling or clashing of wheels, ἁματροχιὰς ἀλεείνων Il.