ἄεθλος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄεθλος Medium diacritics: ἄεθλος Low diacritics: άεθλος Capitals: ΑΕΘΛΟΣ
Transliteration A: áethlos Transliteration B: aethlos Transliteration C: aethlos Beta Code: a)/eqlos

English (LSJ)

ὁ, Epic and Ionic for ἆθλος.

German (Pape)

[Seite 38] ὁ, ep. u. Ion. = ἆθλος, öfter bei Hom., der es nie in der Bedeutung »Kampfpreis (ἄεθλον)« gebraucht, Lehts. Aristarch. 151, sondern nur vom Kampfe selbst; meist von Wettkämpfen, Kampfspielen, Iliad. 16, 590 ἢ ἐν ἀέθλῳ, ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ; von ernsten Kämpfen z. B. Odyss. 1, 18 οὐδ' ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων, 3, 262 ἡμεῖς μὲνγὰρ κεῖθιπολέαστελέοντες ἀέθλους ἥμεθα, 4, 170 ὃς εἵνεκ' ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέθλους, 4, 241 ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεθλοι. – Auch Pind. oft, z. B. Ol. 1, 135. 2, 24; oft auch Alex. D.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἆθλος.

English (Autenrieth)

(1) prize-contest, distinguished from war, ἢ ἐν ἀέθλῳ | ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, Il. 16.590.—(2) combat (in war), Il. 3.126; thentoil,’ ‘hardship,’ especially of the ‘labors' of Heracles, imposed by Eurystheus (Εὐρυσθῆος ἄεθλοι, Il. 8.363).

English (Slater)

ἄεθλος (ᾰελτ;γτ;-, ᾰε̄-, αε-. masc. guaranteed, (O. 1.84), (P. 4.165) )
   1 contest ἀέθλων γἕνεκεν (O. 1.99) ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφάν (O. 2.13) νέοις ἐν ἀέθλοις (O. 2.43) μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων (O. 3.15) μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν (O. 3.21) τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων (O. 4.3) ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (O. 5.6) τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων (O. 6.69) μοῖράν τ' ἀέθλων (O. 6.79) μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία (O. 8.1) ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (O. 8.64) ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις (O. 13.15) ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) ἀέθλων Πυθίων (P. 3.73) γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν (P. 4.253) ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων (P. 5.53) νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (P. 8.26) καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις (P. 9.70) ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (P. 9.102) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν (P. 9.115) γεύεται γὰρ ἀέθλων (P. 10.7) μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ (N. 1.11) ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται (N. 2.17) τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν (N. 2.19) ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν (N. 4.73) Νεμέας ἐξ ἐράτων ἀέθλων (N. 6.12) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos.) (N. 10.23) ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων. (N. 11.23) ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (sc. Ἰσθμός.) (I. 1.11) ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, (I. 1.50) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.1) ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος (I. 4.26) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. the Theban Iolaia) (I. 4.67) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν (I. 5.7) καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.5) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (I. 9.8) διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece. ) (Pae. 4.22)
   b met. contest, task ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται (O. 1.84) “τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” (P. 4.165) καὶ τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων (P. 4.220) “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion (I. 6.48)

Russian (Dvoretsky)

ἄεθλος: эп.-ион. = ἆθλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.,
Meaning: contest, n. prize of contest
Other forms: -ον n. Hom.
Dialectal forms: Arc. [ἄ]Ϝεθλα (IG 5: 2, 75), Att. contr. ἆθλος, -ον
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [84] *h₂uedʰ-? contest?
Etymology: Original meaning prob. contest for a prize. Not to Skt. vayati be tired, which is also formally difficult (impossible if *ueh₂-). The form suggest *h₂uedʰ-.

Frisk Etymology German

ἄεθλος: {áethlos}
Grammar: m., -ον n. ep. ion. poet., [ἄ]ϝεθλα ark. (IG 5: 2, 75), att. kontr. ἆθλος, -ον
Meaning: Mühsal, Wettkampf, Kampfpreis.
Derivative: Ableitungen: ἀέθλιον Wettkampf, Kampfpreis (ep.), ἀέθλιος zum Wettkampf gehörig (Thgn., Kall.), ἄθλιος unglücklich (att.) mit ἀθλιότης; — ἀ(ε)θλέω, -εύω sich bemühen, wettkämpfen mit ἀ(ε)θλητήρ, -τής, ἀ(έ)θλημα, -σις, -τικός. Zur Bedeutung vgl. Trümpy Fachausdrücke 150f.
Etymology: Unerklärt. Fruchtlose Deutungsversuche sind verzeichnet bei Bq; s. ferner WP. 1, 223, Pok. 84, Güntert Weltkönig 70f.
Page 1,22