ἐκλεκτικός
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ἐκλεκτική, ἐκλεκτικόν,
A capable of exercising moral choice, Chrysipp.Stoic.3.46.
2 ἐκλεκτικὴ ἀξία = value deserving a moral choice, Antip.ib.30,al.
II picking out, selective, eclectic, δυνάμεις D.H.Comp.2 fin.; οἱ ἐκλεκτικοί the eclectics, philosophers who selected such doctrines as pleased them in every school, Gal.14.684; ἐκλεκτικὴ αἵρεσις D.L.Prooemia 21, Gal.19.353.
III Adv. ἐκλεκτικῶς = selectively Hierocl. p.41A.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I que debe ser escogido, digno de ser elegido, ἀξία Antip.Stoic.3.30, Plu.2.1071b.
II 1de pers. capaz de escoger, capaz de elegir c. gen. αὐτός μ' ὁ θεὸς τοιούτων ἐκλεκτικὸν ἐποίησεν Chrysipp.Stoic.3.46, τῶν κρατίστων δὲ καὶ κυριωτάτων D.H.Lys.15.3, τὸ ἐκλεκτικόν τε καὶ ἀπεκλεκτικὸν ἀγαθῶν τε καὶ κακῶν la habilidad de escoger lo bueno y rechazar lo malo Dam.in Phaed.116
•fig. de cosas que selecciona, selectivo ὁδὸς ἐ. τῶν ἐν ταῖς τέχναις οἰκείων πρὸς ἀρετήν Chrysipp.Stoic.3.26, (δυνάμεις) D.H.Comp.2.8
•neutr. compar. como adv. con mayor capacidad selectiva, con más discernimiento ἐκλεκτικώτερον προσιόντες τῇ κυριακῇ διδασκαλίᾳ Clem.Al.Strom.7.15.90.
2 esp. de filósofos, doctrinas, escuelas ecléctico αἵρεσις ref. la escuela de Potamón de Alejandría, D.L.1.21, cf. SEG 38.1177 (Éfeso I d.C.), τοῦτο σύμπαν τὸ ἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί Clem.Al.Strom.1.7.37, de escuelas médicas, Gal.19.353
•subst. οἱ ἐκλεκτικοί = los filósofos eclécticos D.L.1.17 (var.).
III adv. ἐκλεκτικῶς = selectivamente τοῖς ... πρὸς τήρησιν τῆς συστάσεως συμφέρουσιν ἐκλεκτικῶς Hierocl.9.10.
German (Pape)
[Seite 767] ή, όν, auswählend, auslesend, D. Hal. C. V. 2; οἱ ἐκλεκτικοί, die Eklektiker, Philosophen, welche aus verschiedenen anderen Sekten einzelne Lehrsätze auswählten u. annahmen, D. L. prooem. 21 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλεκτικός: ὁ филос. эклектик Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς τὸ ἐκλέγειν, ὁ ἐκλέγων, Δον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, ἐν τέλει: - οἱ Ἐκλεκτικοί, φιλόσοφοι, οἵτινες ἐξ ἑκάστης φιλοσοφικῆς αἱρέσεως ἐξέλεγον καὶ παρελάμβανον ὅσα δόγματα ἐνόμιζον ὡς ὀρθά, ἴδε Διογ. Λ. προίμ. 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκλεκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ικανότητα να εκλέγει σωστά
2. ο δύσκολος στην εκλογή, αυτός που δυσκολεύεται να εκλέξει
3. το αρσ. ως ουσ. οι Εκλεκτικοί
οι οπαδοί του εκλεκτικισμού, οι φιλόσοφοι που συνθέτουν δικό τους σύστημα με αρχές και μεθόδους από διάφορα συστήματα
νεοελλ.
1. φρ. «εκλεκτική φιλοσοφία» — ο εκλεκτικισμός
2. «εκλεκτικές συγγένειες»
α) φυσικοχημική έλξη ορισμένων χημικών ουσιών προς κάποιο κυτταρικό στοιχείο
β) τίτλος μυθιστορήματος του Γκαίτε
γ) αυθόρμητη σύγκλιση τελείως διαφορετικών, φαινομενικά τουλάχιστον, κομμάτων ή απόψεων σε ορισμένα θέματα
3. (για ψηφοφόρο) αυτός που εκλέγει και ψηφίζει προσωπικότητες ανεξαρτήτως κόμματος.
Translations
eclectic
Catalan: eclèctic; Czech: eklektický; Danish: eklektisk; Dutch: eclectisch; Finnish: eklektinen, valikoiva; French: éclectique; German: eklektisch, vielseitig; Greek: εκλεκτικός; Ancient Greek: ἐκλεκτικός; Hungarian: eklektikus; Icelandic: sem velur úr það besta; Italian: eclettico; Latin: eclecticus; Macedonian: еклектичен; Manx: femblagh; Norwegian Bokmål: eklektisk; Nynorsk: eklektisk; Polish: eklektyczny; Portuguese: eclético; Romanian: eclectic; Russian: эклектичный; Spanish: ecléctico
selective
Arabic: اِنْتِقَائِيّ; Bulgarian: придирчив; Catalan: selectiu; Czech: vybíravý; Finnish: valikoiva, selektiivinen; French: sélectif; German: wählerisch; Greek: εκλεκτικός; Ancient Greek: ἐκλεκτικός; Polish: wybiórczy; Russian: разборчивый, переборчивый; Serbo-Croatian Roman: probìrljiv, izbìrljiv; Slovak: vyberavý, prieberčivý; Spanish: selectivo; Turkish: seçici