ἐναντίβιος

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐβῐος Medium diacritics: ἐναντίβιος Low diacritics: εναντίβιος Capitals: ΕΝΑΝΤΙΒΙΟΣ
Transliteration A: enantíbios Transliteration B: enantibios Transliteration C: enantivios Beta Code: e)nanti/bios

English (LSJ)

ἐναντίβιον, set against, hostile, αἰθυίαις οὔποτ' ἐναντίβιος AP10.8 (Arch., Herm. for οὔποτε ἀντιβίας): elsewhere neut. as adverb, face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, 11.8.168, 10.451, etc.; ἐλθεῖν 20.130; στῆναι 21.266: c.gen., Ἀχιλῆος ἐ. πολεμίξειν 20.85.—Only poet.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-τῐ-]
1 contrario, hostil c. dat. Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ. AP 10.8 (Arch.), ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχων Hsch.
2 neutr. como adv. frente a frente, cara a cara ἐναντίβιον μαχέσασθαι Il.8.168, πολεμίξων Il.10.451, cf. A.R.3.1234, ἐλθεῖν Il.20.130, στῆναι Il.21.266, Od.17.439, c. gen. Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν Il.20.85.
• Etimología: Cf. βία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντίβῐος: -ον, ἐχθρικῶς διακείμενος, αἰθυίαις οὔποτ᾿ ἐναντίβιος Ἀνθ. Π. 10. 8 (ὡς ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ οὔποτε ἀντιβίας)· ἀλλαχοῦ μόνον ὡς ἐπίρρ., πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἐναντίβιον μαχέσασθαι Ἰλ. Θ. 168, ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Κ. 451, κτλ.· ἐλθεῖν Υ. 130· στῆναι Φ. 266· μετὰ γεν., Ἀχιλῆος ἐν. πολεμίζειν Υ. 85. ‒ Μόνον Ἐπικ.

Greek Monolingual

ἐναντίβιος, -ον (Α)
1. εχθρικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον
εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐναντίβῐος: -ον, αυτός που διάκειται εχθρικά, εχθρικός, σε Ανθ.· ως επίρρ., πρόσωπο με πρόσωπο, αντικρυστά, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐν-αντίβῐος, ον adj
set against, hostile, Anth.:—as adv. face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν Il.