ἐπιβοήθεια
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ, coming to aid, succour, Th.3.51, X.Cyr.5.4.47.
German (Pape)
[Seite 929] ἡ, das zu Hülfe Kommen; Thuc. 3, 51; Xen. Cyr. 5, 4, 47 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
secours.
Étymologie: ἐπιβοηθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβοήθεια: ἡ оказывание помощи, помощь Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβοήθεια: ἡ, τὸ ἐπιβοηθεῖν, ἐπικουρία, Θουκ. 3. 51, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιβοήθεια)
νεοελλ.
πρόσθετη βοήθεια
αρχ.
το να σπεύδουν να βοηθήσουν, η επικουρία.
Greek Monotonic
ἐπιβοήθεια: ἡ, ερχομός προς βοήθεια, συνδρομή, αρωγή, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ἐπιβοήθεια, ἡ,
a coming to aid, succour, Thuc., Xen.
Lexicon Thucydideum
auxilium, aid, 3.51.3, [duo codd. two manuscripts ἐπὶ βοηθείᾳ]