ἐπιμίξ

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμίξ Medium diacritics: ἐπιμίξ Low diacritics: επιμίξ Capitals: ΕΠΙΜΙΞ
Transliteration A: epimíx Transliteration B: epimix Transliteration C: epimiks Beta Code: e)pimi/c

English (LSJ)

Ep. Adv. mixedly, confusedly, pell-mell, ἐ. ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il.11.525, cf. 21.16; ἐ. δέ τε μαίνεται Ἄρης Ares rages without respect of persons, Od.11.537; ἐ. κτείνονται Il.14.60: in later Prose, LXX Wi.14.25.

German (Pape)

[Seite 963] vermischt, durch einander, gemengt, ohne Unterschied durch einander, ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il. 11, 525, κτείνονται ἐπιμίξ 14, 60, ἐπιμὶξ μαίνεται Ἄρης, ohne Unterschied zu machen wüthet Ares gegen den Einen wie gegen den Andern, Od. 11, 537. – Sp., wie Aristaen. 1, 1. – Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle.
Étymologie: ἐπί, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμίξ: adv.
1 вперемешку, в смятении (ἵπποι τε καὶ ἄνδρες Hom.);
2 беспорядочно, без разбора (ἐ. μαίνεται Ἄρης Hom.): ἐ. κτείνονται Hom. (ахейцы) падают среди общей свалки.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμίξ: Ἐπικ. ἐπίρρ. (ἐπιμίγνυμι), ἀναμίξ, ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25).

English (Autenrieth)

indiscriminately.

Greek Monolingual

ἐπιμίξ (Α) επιμίγνυμι
επίρρ. ανάμικτα, χωρίς διάκρισηἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιμίξ: Επικ. επίρρ. (ἐπιμίγνυμι), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐπιμίγνυμι
confusedly, promiscuously, pele-mele, Hom.