ἐπιπετάννυμι

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπετάννῡμι Medium diacritics: ἐπιπετάννυμι Low diacritics: επιπετάννυμι Capitals: ΕΠΙΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epipetánnymi Transliteration B: epipetannymi Transliteration C: epipetannymi Beta Code: e)pipeta/nnumi

English (LSJ)

spread over, τὰ ὦτα ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας X.Cyn.5.10, cf.Aret.CA1.10:—Pass., τέφρη ἐπεπέπτατο Q.S.14.25; ἐπίπαγος ἐπιπετάννυται Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, Xen. Cyn. 5, 10; τέφρῃ ἐπιπέπτατο Qu. Sm. 14, 25.

French (Bailly abrégé)

étendre sur.
Étymologie: ἐπί, πετάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπετάννῡμι: расстилать, раскладывать: τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Xen. положив уши на лопатки (о спящем зайце).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω τι ἐπί τι, τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Ξεν. Κυν. 5, 10. - Παθ., τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλὴ Κόϊντ. Σμ. 14. 25.

Greek Monolingual

ἐπιπετάννυμι (Α) πετάννυμι
απλώνω κάτι επάνω (α. «τὰ δὲ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τάς ὠμοπλάτας», Ξεν.
β. «τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλή», Κόιντ. Σμυρν.).

Greek Monotonic

ἐπιπετάννῡμι: μέλ. -πετάσω [ᾰ], απλώνω, εκτείνω, ανοίγω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -πετάσω
to spread over, Xen.