ἰάτρευμα
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἴαμα, παθῶν Dam.Isid.189 (pl.): Rhet. in plural, 'specifics' for allaying prejudice, etc., Arist.Rh.1415a25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάτρευμα: τό, = ἴαμα· ἐν τῇ Ρητορ., τρόπος θεραπείας ἐφαρμοζομένης ὑπὸ τοῦ ῥήτορος κατὰ προλήψεως ἢ ἀδιαφορίας τῶν ἀκροατῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7, πρβλ. Δαμασκ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 317. 39.
Greek Monolingual
ἰάτρευμα, τὸ (ΑΜ) ιατρεύω
γιάτρεμα, θεραπεία
αρχ.
(ρητ.) τρόπος που χρησιμοποιούσε ο ρήτορας για αποφυγή της προκατάληψης τών θεατών.
Greek Monotonic
ἰάτρευμα: -ατος, τό, = ἴαμα, στη Ρητορ., τρόπος «θεραπείας» που εφαρμόζεται από τον ρήτορα κατά της αδιαφορίας του ακροατηρίου του, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἰάτρευμα, ατος, τό, = ἴαμα
in Rhet. a means of healing disaffection in the hearers, Arist.
Translations
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde