ἰσοκλινής
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
ἰσοκλινές, evenly balanced, Arist.Mu.400b28.
German (Pape)
[Seite 1264] ές, von gleicher Neigung, gleichschwebend, Arist. mund. 6.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοκλῐνής: досл. имеющий равный наклон, перен. неуклонный, неизменный (νόμος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκλῐνής: -ές, ἰσόρροπος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 36.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοκλινής, -ές)
αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος
νεοελλ.
1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες συνδέουν όλους τους τόπους ή τα σημεία που έχουν την ίδια μαγνητική έγκλιση)
2. (τοπογρ.) αυτός που παρουσιάζει την ίδια κλίση εδάφους («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές που συνδέουν πάνω στο έδαφος νοητά ή πάνω σε τοπογραφικό χάρτη σημεία διαφορετικού υψομέτρου, που έχουν όμως την ίδια κλίση)
3. μαθ. χαρακτηρισμός που αναφέρεται στον γεωμετρικό τόπο τών σημείων στα οποία τα ολοκληρώματα μιας διαφορικής εξίσωσης πρώτης τάξης έχουν μια δεδομένη κλίση
4. γεωλ. χαρακτηρισμός μιας πτυχής στρωμάτων της οποίας οι δύο πλευρές κλίνουν υπό ίσες γωνίες προς την ίδια κατεύθυνση και ανάλογα με τη θέση του αξονικού επιπέδου μπορεί να είναι κατακόρυφες ή με κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ίσοκλινής< ἰσ(ο)- + -κλινής (< κλίνω). Το νεοελλ. ισοκλινής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isocline < is- (πρβλ. ἰσο-) + -cline (πρβλ. -κλινής)].