ὀρχήστρα
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ἡ, (ὀρχέομαι)
A orchestra, i.e. in the theatre the space on which the chorus danced, Arist.Pr.901b30, SIG577.31 (Milet., iii/ii B. C.), etc.: metaph., ὀρχήστρα πολέμου = theatre of war, theater of war Plu.2.193e.
2 part of the ἀγορά at Athens, Pl.Ap.26e, cf. Tim.Lex., Phot.
German (Pape)
[Seite 390] ἡ, der Tanzplatz, im athenischen Theater der halbrunde Platz zwischen der Bühne u. den im Halbkreise amphitheatralisch aufsteigenden Sitzen der Zuschauer, Plat. Apol. 26 e u. Folgde, wie Pol. 30, 13, 11; auch übertr., πολέμου, der Tummelplatz, der Schauplatz des Krieges, Plut. apophth. reg. Epamin. p. 135.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
orchestre : partie du théâtre (entre la scène et les sièges des spectateurs) où le chœur faisait ses évolutions ; fig. πολέμου PLUT champ de bataille.
Étymologie: ὀρχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχήστρα: ἡ
1 орхестра (полукруг впереди сцены, на котором совершал свои движения и исполнял роль хор) Plat., Polyb.;
2 место действия: ὀ. πολέμου Plut. территория военных действий, плацдарм.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχήστρα: ἡ, (ὀρχέομαι) ἐν τῷ Ἀττικῷ θεάτρῳ μέγα ἡμικύκλιον ἐν ᾧ ὁ χορὸς ὠρχεῖτο ἢ ἐκινεῖτο, καὶ ἐπὶ μὲν τῆς διαμέτρου τοῦ ἡμικυκλίου ὑψοῦτο (ὑψηλότερον ἔχουσα ἔδαφος) ἡ σκηνή, ἐπὶ δὲ τῆς περιφερείας αὐτοῦ ἠγείροντο βαθμηδὸν τὰ βάθρα τῶν θεατῶν καὶ ἐν τῷ μέσῳ αὐτοῦ ἵστατο ἡ θυμέλη, Πλάτ. Ἀπολ. 26Ε, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. θέατρον· - μεταφορ., ὀρχ. πολέμου Πλούτ. 2. 193Ε.
Greek Monolingual
η (Α ὀρχήστρα) (στο αρχ. θέατρο) ισόπεδος ημικυκλικός ή κυκλικός χώρος, προορισμένος για τον χορό
νεοελλ.
1. ο μεταξύ της σκηνής και της πλατείας χώρος του θεάτρου ο οποίος είναι προορισμένος για τους μουσικούς
2. ενόργανο σύνολο ποικίλου μεγέθους και ποικίλης σύνθεσης (α. «ελαφρά ορχήστρα» β. «ορχήστρα δωματίου» γ. «συμφωνική ορχήστρα» δ. «ορχήστρα λαϊκών οργάνων»)
3. συγχορδία («στου οργάνου την ορχήστρα η μουσική η μεθύστρα ταράζεται», Παλαμ.)
αρχ.
1. μέρος της αγοράς τών Αθηνών («ἃ ἔξεστι... δραχμῆς ἐκ τῆς ὀρχήστρας πριαμένους Σωκράτους καταγελᾱν», Πλάτ.)
2. μτφ. τόπος όπου διεξάγεται πόλεμος, θέατρο μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι «χορεύω», πρβλ. απρμφ. αορ. ὀρχήσ-ασθαι + επίθημα -τρα (πρβλ. παλαίστρα)].
Greek Monotonic
ὀρχήστρα: ἡ (ὀρχέομαι), ορχήστρα, ημικυκλικός χώρος στο Αττικό θέατρο, στο οποίο χόρευε ο Χορός, μεταξύ σκηνής και κοινού, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὀρχήστρα, ἡ, ὀρχέομαι
the orchestra, in the Attic theatre a semicircular space in which the chorus danced, between the stage and the audience, Plat.
Wikipedia EN
The orchestra was a circular piece of ground at the bottom of the theatron where the chorus and actors performed. Originally unraised, Greek theatre would later incorporate a raised stage for easier viewing. This practice would become common after the advent of "New Comedy," which incorporated dramatic portrayal of individual character. The coryphaeus was the head chorus member, who could enter the story as a character able to interact with the characters of a play. Plays often began in the morning and lasted into the evening.
Mantoulidis Etymological
(=μεγάλο ἡμικύκλιο στό ἀττικό θέατρο ὅπου χόρευε ὁ χορός). Ἀπό τό ὀρχέομαι -οῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.