ὀψάριον
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄψον, Ar.Fr.45, Pl.Com.95, Pherecr.27, Philem.32, Test.Epict.6.11, PPetr.3p.327 (iii B. C.), PCair.Zen.440.3 (iii B. C.), etc.; λαγύνιον ταριχηροῦ (i.e. -ῶν) ὀψαρίων a jar of pickled fish, BGU1095.17 (i A. D.), cf. PRyl.229.21 (i A. D.), Ev.Jo.6.9, al., OGI484.12 (Pergam., ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 432] τό, dim. von ὄψον, Ath. IX c. 35, wo Beispiele beigebracht sind, προσόψημα erklärt wird, u. bes. Fische damit bezeichnet werden, wie N.T. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petits mets, spéc. petit plat de poisson, friture.
Étymologie: dim. de ὄψον.
Russian (Dvoretsky)
ὀψάριον: τό рыба (как кушанье) NT, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄψον, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 385Ε κἑξ. - Κατὰ Φρύνιχ. τὸν Ἀράβιον ἐν Α. Β. 53, 5, «ὀψάριον: τὸ ὄψον, οὐχὶ τοὺς ἰχθῦς. οἱ δὲ νῦν τοὺς ἰχθῦς λέγουσιν». - οὕτως ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἰχθύος: πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛ΄, 9, Ἀποφθέγμ. Πατέρ. 149Α, Χρον. Πασχ. 715, 20, Λεόντ. Κύπρ. 1729D, κλ.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of the base of ὀπτός; a relish to other food (as if cooked sauce), i.e. (specially), fish (presumably salted and dried as a condiment): fish.
English (Thayer)
ὀψαριου, τό (diminutive from ὄψον (cf. Curtius, § 630) i. e. whatever is eaten with bread, especially food boiled or roasted; hence, specifically), fish: Philemon (330 B.C.>) quoted in Athen. 9, c. 35, p. 385e.; Lucian, Geoponica (cf. Wetstein on γυναικάριον, at the end (Winer's Grammar, 23 (22)).)
Chinese
原文音譯:Ñy£rion 哦普沙里按
詞類次數:名詞(5)
原文字根:預備
字義溯源:美味食物,魚,小魚;源自(ὀπτός)=煮的);而 (ὀπτός)出自(ἔχω)X*=漬)。比較: (ἰχθύς)=魚
出現次數:總共(5);約(5)
譯字彙編:
1) 魚(4) 約6:9; 約6:11; 約21:9; 約21:13;
2) 那些魚(1) 約21:10
Mantoulidis Etymological
Ὑποκοριστικό τοῦ ὄψον (=φαγητό) (ἀπό δῶ τό νεοελλ. ψάρι) πού παράγεται ἀπό τό ἕψω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.