ὑπερβιβάζω

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβῐβάζω Medium diacritics: ὑπερβιβάζω Low diacritics: υπερβιβάζω Capitals: ΥΠΕΡΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: hyperbibázō Transliteration B: hyperbibazō Transliteration C: ypervivazo Beta Code: u(perbiba/zw

English (LSJ)

Causal of ὑπερβαίνω,
A carry over, transport, Plb.8.36.9, Luc.VH2.42.
2 in Music, transpose higher, opp. ὑποβιβάζω, Theo Sm.p.91 H.
II transpose the letters of a word, Ps.-Plu.Vit.Hom.9, A.D.Synt.342.6 (Pass.); transpose words, Longin. 22.2, Anon.in Tht.51.40; ὁ Ἀλέξανδρος ὑπερβιβάζειν μᾶλλον ἀξιοῖ τὴν λέξιν prefers to explain the phrase as a hyperbaton, Simp. in Cael. 352.3.

German (Pape)

[Seite 1192] darüber gehen lassen, hinüberführen, -setzen, τὰς ναῦς ἐκ τοῦ λιμένος εἰς τὴν νότιον πλευράν, Pol. 8, 36, 9; Luc. V. H. 2, 42. – Bei den Gramm. = Buchstaben und Wörter versetzen.

French (Bailly abrégé)

faire passer par-dessus ou au delà, transporter.
Étymologie: ὑπέρ, βιβάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβιβάζω:
1 перевозить, переводить (τὰς ναῦς ἔκ τινος εἴς τι Polyb.): ὑπερβιβάσας ἑκατὸν ἄνδρας Plut. приказав сотне бойцов взойти (на крепостные стены);
2 грам. переставлять ударение или букву.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβῐβάζω: μεταβ. τοῦ ὑπερβαίνω, βιβάζω ὑπεράνω, μεταβιβάζω ὑπεράνω, μετὰ διπλῆς αἰτ., ὑποβ. τὰς ναῦς ἐκ τοῦ λιμένος εἰς τὴν νότιον πλευρὰν Πολύβ. 8. 36, 9, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 42. ΙΙ. μεταθέτω τὰ γράμματα ἢ τὸν τόνον λέξεώς τινος, Πλουτ. Βίος Ὁμ. 9, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 66, κλπ. - Ἐπίρρ., ὑπερβιβαστικῶς, καθ’ ὑπερβίβασιν, διὰ μεταθέσεως, Εὐστ. 980. 44. - Ἴδε Κόντου Γλωσσικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 122.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
(σχετικά με χρόνο) αφήνω να περάσει
αρχ.
1. διαβιβάζω, περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο («ὑπερβιβάζειν τὰς ναῦς ἐκ τοῦ λιμένος εἰς τὴν νότιον πλευράν», Λουκιαν.)
2. μεταθέτω τα γράμματα ή τον τόνο μιας λέξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + βιβάζω «ανυψώνω, ανεβάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερβῐβάζω: μέλ. -βιβῶ, μτβ. του ὑπερβαίνω, μεταφέρω πάνω από, με διπλή αιτ., σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -βιβῶ [Causal of ὑπερβαίνω
to carry over, c. dupl. acc., Luc.