ὕδρωψ

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕδρωψ Medium diacritics: ὕδρωψ Low diacritics: ύδρωψ Capitals: ΥΔΡΩΨ
Transliteration A: hýdrōps Transliteration B: hydrōps Transliteration C: ydrops Beta Code: u(/drwy

English (LSJ)

ὕδρωπος, ὁ, (ὕδωρ)
A dropsy, Hp.Aph.3.22 (pl.), IG42(1).122.1, 123.33 (Epid., iv B. C.), Epicur.Fr.190, Sor.2.37, etc.; ὕ. ξηρός Hp.Aph.4.11; he distinguishes two kinds, ὁ ὑποσαρκίδιος (v.l. ὑπὸ τῇ σαρκί) and ὁ μετ' ἐμφυσημάτων, Acut.(Sp.) 52.
2 ὕ, εἰς ἀμίδα diabetes, Gal.7.81.
3 any watery discharge, e.g. discharge before parturition, Arist.HA587a6, Cleophant. ap. Sor.2.53; cf. πρόφορος ΙΙ.
II a dropsical person, Hp.Int.47 (dub. 1.), Epid.2.5.13—in which sense Dsc. ap. Gal.19.148 read ὑδρώψ (oxyt.).
III one of the four humours, aqueous humour, Hp.Morb.4.32, al.

French (Bailly abrégé)

1ὕδρωπος (ὁ) :
1 hydropisie;
2 amas d'eau qui s'écoule avant la sortie du fœtus.
Étymologie: ὕδωρ.
2ωπος (ὁ, ἡ)
hydropique.
Étymologie: ὕδωρ.

German (Pape)

ὕδρωπος, auch οπος, ὁ,
1 Wassersucht, Hippocr. und a. Medic.
2 jede unreine Flüssigkeit; Hippocr.; Arist. H.A. 7.9.
3 der Wassersüchtige, in welcher Bdtg genauere Gramm. ὑδρώψ betonen wollen.

Russian (Dvoretsky)

ὕδρωψ: ὕδρωπος ὁ
1 мед. водянка Arst.;
2 физиол. околоплодные воды Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὕδρωψ: ὕδρωπος, ὁ· (ὕδωρ)· - ἡ νόσος «ὑδρωπίασις», ἄλλως ὕδερος, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ξηρὸς αὐτόθι 1249· ὁ Ἱππ. διακρίνει δύο εἴδη, τὸν ὑποσαρκίδιον καὶ τὸν μετ’ ἐμφυσήματος, πρβλ. Foës. Oecon. 2) ὕδ. εἰς ἀμίδα, ἡ νόσος ἡ καλουμένη ὡσαύτως διαβήτης Γαλην. 3) πᾶσα ὑδατώδης ἔκρυσις ἢ ῥοή, οἷον ἡ πρὸ τοῦ τοκετοῦ ῥύσις τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 4· πρβλ. πρόσφορος ΙΙ. ΙΙ. ἄνθρωπος πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. 557. 50., 1046Β· - κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582 «ὕδρωψ. Διοσκ. ἐν δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὀξυτόνως ἀναγινώσκει, καὶ δηλοῦσθαί φησι τὸν ὑδρωποειδῆ», ὁ Schneid. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ὕδωρ ἄνευ τινὸς συνθέσεως πρὸς τὸ ὕδωρ πρβλ. αἱμάλωψ, θυμάλωψ, κτλ.· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 409).

Greek Monotonic

ὕδρωψ: ὕδρωπος, ὁ (ὕδωρ),
I. υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα·
II. υδρωπικός, οιδηματώδης, αυτός που πάσχει από υδρωπικία.

Middle Liddell

ὕδρωψ, ὕδρωπος, ὕδωρ
I. dropsy.
II. a dropsical person.

Mantoulidis Etymological

ὕδρωπος ὁ (=ὑδρωπικία, εἶδος δηλ. ἀσθένειας). Ἀπό τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

dropsy

Arabic: اِسْتِسْقَاء; Armenian: ջրգողություն; Bulgarian: воднянка; Czech: vodnatelnost; Dutch: waterzucht; French: hydropisie; German: Wassersucht; Greek: υδρωπικία; Ancient Greek: ὕδρωψ, ὕδερος; Maori: puku kōwhao; Old English: wætersēocnes, wæterādl; Polish: puchlina wodna, puchlina; Portuguese: hidropisia, tropesia; Russian: водянка; Serbo-Croatian Cyrillic: водена болест; Serbo-Croatian Roman: vodena bolest; Spanish: hidropesía; Tagalog: kalamayo; Telugu: ఉబ్బురోగము; Turkish: hidrops; Welsh: clwyf y dŵr, dropsi, dyfrglwyf