ῥυπαίνω
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
fut. ῥυπανῶ (καταρ-) Isoc.12.63:—Pass., aor.
A ἐρρυπάνθην Plu.2.434b: (ῥύπος):—defile, disfigure, ῥ. τὸ μακάριον Arist.EN1099b2; τὸν ἐμὸν βίον Aristaenet.2.17; abuse, disparage, Pherecr.228, Arist. Rh.1405a25:—Pass., to be or become foul, opp. λαμπρύνεσθαι, X.Lac. 11.3, cf. Apoc.22.11; of a garment, get dirty, Thphr. Char.10.14.
2 metaph., contaminate, infect, τοὺς πλησιάζοντας Gal.1.254.
German (Pape)
[Seite 852] beschmutzen, beflecken, u. pass. schmutzig werden, sein, Gegensatz von λαμπρύνεσθαι, Xen. Lac. 11, 3; vgl. Plut. def. or. 43; – übertr., entehren, τὸ μακάριον, Arist. eth. 1, 8, 16; = ὑβρίζω, Pherecrat. in VLL.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
Pass. seul. prés. et ao. ἐρρυπάνθην;
tacher, salir ; Pass. être sale ou se salir.
Étymologie: ῥύπος.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠπαίνω: (только praes. act. и pass. и aor. pass. ἐρρυπάνθην) досл. грязнить, пачкать, перен. позорить, чернить Xen., Arst., Plut., NT.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυπαίνω: μέλλ. ῥῠπᾰνῶ (καταρ-) Ἰσοκρ. 245D· - Παθ., ἀόρ. ἐρρυπάνθην Πλούτ. 2. 434Β· (ῥύπος). Μολύνω, ἀσχημίζω, ἐνίων δὲ τητώμενοι ῥυπαίνουσι τὸ μακάριον, «τινῶν τούτων στερισκόμενοι ἀκαλῆ τινα τὴν εὐδαιμονίαν ποιοῦσι» (Παράφρ.), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16· μεταφορ., κακῶς μεταχειρίζομαι, ἀτιμάζω, «ῥυπαίνω: ἀντὶ τοῦ ὑβρίζω· Φερεκράτης» Φωτ., Σουΐδ. Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 10· - Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἀκάθαρτος, ῥυπαρός, ἀντίθετον τῷ λαμπρύνεσθαι, Ξεν. Λακ. 11. 3· ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπανθήτω ἔτι Ἀποκάλ. κβ΄, 11.
Greek Monolingual
ῥυπαίνω, ΝΜΑ
1. καθιστώ κάτι ρυπαρό, βρόμικο, το λερώνω
2. μτφ. προσάπτω όνειδος, κηλιδώνω, σπιλώνω
νεοελλ.
μολύνω («οι βιομηχανίες και τα αυτοκίνητα ρυπαίνουν το περιβάλλον»)
αρχ.
1. ασχημίζω
2. μτφ. μολύνω με μεταδοτική νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].
Greek Monotonic
ῥῠπαίνω: μέλ. ῥῠπᾰνῶ (ῥύπος), μολύνω, ασχημίζω· μεταφ., ατιμάζω, λασπολογώ, διασύρω, κακολογώ, σε Αριστ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι ακάθαρτος, μολυσμένος, μιαρός, σε Ξεν.
Middle Liddell
ῥῠπαίνω, ῥύπος
to defile, disfigure, disparage, Arist.:—Pass. to be or become foul, Xen.
Chinese
原文音譯:?upÒw 呂坡哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)污穢
字義溯源:弄污,污穢,叫他⋯污穢,不潔;源自(ῥύπος)*=污穢)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 叫他⋯污穢(1) 啓22:11