ῥῖψις
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ῥίψεως, ἡ,
A throwing, hurling, τοξικὴ καὶ πᾶσα ῥῖψις Pl.Lg.813e, cf. Arist.Ph.243a20, 257a3, Str.6.1.1.
2 pl., glances, ῥίψεις ὀμμάτων Plu.Sull.35; but ῥῖψις ὄμματος = drooping of eyelid, read by Gal. (17 (1).895) for ἔρριψις in Hp.Epid.6.1.5.
II being thrown or being hurled, Ἡφαίστου ῥίψεις ὑπὸ πατρός Pl.R.378d; ῥῖψις καὶ πτῶσις οὐρανίων σωμάτων Plu.Lys.12; throwing oneself, ῥίψεις ἐπὶ πρόσωπον Id.2.166a.
German (Pape)
[Seite 846] ἡ, das Werfen, Schleudern, τοξική Plat. Legg. VII, 813 d; das Herabschleudern, Ἡφαίστου ῥίψεις ὑπὸ πατρός, Rep. II, 378 d; καὶ πτῶσις, Plut. Lys. 12; ὀμμάτων, Sull. 35; – ῥίψις ist falsche Accentuation.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de jeter, de lancer : ῥίψεις ὀμμάτων PLUT coups d'œil qu'on lance;
2 fait d'être lancé.
Étymologie: ῥίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ῥῖψις: εως ἡ
1 бросание, метание: τοξικὴ καὶ πᾶσα ῥ. Plat. стрельба из лука и все виды метания; ῥίψεις ὀμμάτων ἐπ᾽ ἀλλήλους Plut. обмен взглядами;
2 pl. сбрасывание (κάτω ποιεῖν τὴν ῥῖψίν τινος Arst.): Ἡφαίστου ῥίψεις ὑπὸ πατρός Plat. история о том, как Гефест был сброшен (с Олимпа своим) отцом;
3 падение: ῥ. ἐπὶ πρόσωπον Plut. падение ниц.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῖψις: (οὐχὶ ῥίψις), εως, ἡ, τὸ ῥίπτειν ἐξακοντίζειν, ἐκσφενδονᾶν, «ῥίψιμον», τοξικὴ καὶ πᾶσα ῥ. Πλάτ. Νόμ. 813D, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 3., 8. 5, 12. 2) μεταφορ., τὸ στρέφειν, τῆδε κἀκεῖσε, ῥίψεις ὀμμάτων Πλουτ. Σύλλ. 35. ΙΙ. τὸ ῥίπτεσθαι ἢ ἐξακοντίζεσθαι, Ἡφαίστου ῥίψεις ὑπὸ πατρὸς Πλάτ. Πολ. 378D· ῥ. ἐπὶ πρόσωπον Πλούτ. 2. 166Α· ῥ. καὶ πτῶσις οὐρανίων σωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Λυσάνδρ. 12.
Greek Monolingual
η / ῥῖψις, ῥίψεως, ΝΜΑ ῥίπτω
το να ρίχνει κανείς κάτι, βολή, εκσφενδόνιση (α. «μέτρια ρίψη, πολύ κάτω από το ατομικό του ρεκόρ» β. «τὴν ῥῖψιν αὐτῶν εἰς τὸν βυθόν», Στράβ.
γ. «τοξικὴ καὶ πᾶσα ῥῖψις», Πλάτ.)
νεοελλ.
στον πληθ. οι ρίψεις
τα αθλήματα του ακοντισμού, της σφαίρας, της σφύρας και του δίσκου
αρχ.
φρ. α) «ῥίψεις ὀμμάτων» — ματιές
β) «ῥῖψις ὄμματος» — χαλάρωση βλεφάρου.
Greek Monotonic
ῥῖψις: -εως, ἡ,
I. 1. πέταγμα, ρίξιμο, εκσφενδόνιση, εκτόξευση, σε Πλάτ.
2. μεταφ., το να ρίχνει κανείς το βλέμμα εδώ κι εκεί, στρέψιμο των ματιών τριγύρω, ῥῖψις ὄμματος, σε Πλούτ.
II. εξαπόλυση ή εξακόντιση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ῥῖψις, εως,
I. a throwing, casting, hurling, Plat.
2. a casting about of the eyes, Plut.
II. a being thrown or hurled, Plat.