βέομαι: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(big3_8)
(7)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βείομαι]] <i>Il</i>.22.431; βίομαι <i>h.Ap</i>.528<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. hom.]<br />[[viviré]] οὔ τι Διὸς [[βέομαι]] φρεσίν <i>Il</i>.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν [[βέῃ]] (pero cf. βείῃ Hsch.) <i>Il</i>.16.852, cf. 24.131, τί νυ [[βείομαι]] αἰνὰ παθοῦσα <i>Il</i>.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; <i>h.Ap</i>.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>g<sup>u̯</sup>iH3</i>- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. <i>gaya</i> ‘vida’, ai. <i>gáya</i>; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal [[βέομαι]].
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βείομαι]] <i>Il</i>.22.431; βίομαι <i>h.Ap</i>.528<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. hom.]<br />[[viviré]] οὔ τι Διὸς [[βέομαι]] φρεσίν <i>Il</i>.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν [[βέῃ]] (pero cf. βείῃ Hsch.) <i>Il</i>.16.852, cf. 24.131, τί νυ [[βείομαι]] αἰνὰ παθοῦσα <i>Il</i>.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; <i>h.Ap</i>.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>g<sup>u̯</sup>iH3</i>- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. <i>gaya</i> ‘vida’, ai. <i>gáya</i>; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal [[βέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[βέομαι]] και [[βείομαι]] (Α)<br />θα ζήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βέομαι]] ανήκει στην [[ίδια]] [[ομάδα]] με τα [[βίος]]- <i>εβίων</i>, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με [[σημασία]] μέλλοντος και θεωρείται [[υποτακτική]] με βραχύ [[φωνήεν]] ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>ey</i>(<i>∂</i>)-, με απαθή την πρώτη [[συλλαβή]] και συνεσταλμένη τη δεύτερη (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gaya</i>- «ζωή», αρχ. ινδ. <i>gaya</i>- «το [[αγαθό]] της ζωής»). Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή ο τ. [[βείομαι]] [[είναι]] πιθ. [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης [[μολονότι]] έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το [[βείομαι]] δεν [[είναι]] [[υποτακτική]] [[αλλά]] οριστική ενεστώτα].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέομαι Medium diacritics: βέομαι Low diacritics: βέομαι Capitals: ΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: béomai Transliteration B: beomai Transliteration C: veomai Beta Code: be/omai

English (LSJ)

and βείομαι, Homeric subj. used as fut., I

   A shall live, οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ 16.852, cf. 24.131; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα ; 22.431. (Cf. βιόμεσθα, βίονται (v. βιόω), whence βίομαι, βίε' should perh. be restored in Hom.)

German (Pape)

[Seite 442] auch βείομαι, Hom. nur praes. mit Futur-, Bdtg. ich werde wandeln (βῆναι), ich werde leben, Il. 15, 194. 16, 852. 22, 431. 24, 131. Andere bringen es mit βίος zusammen; danach wäre βείομαι die ursprüngl. Form, durch guna ει aus ι.

Greek (Liddell-Scott)

βέομαι: καὶ βείομαι, παρ’ Ὁμήρ. μόνον, μετὰ σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, οὔτι Διὸς βέομαι φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ βείομαι Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων βίος, βιόω).

French (Bailly abrégé)

par renforcement épq. βείομαι;
prés. au sens d’un fut.
vivre.
Étymologie: apparenté à βίος.

English (Autenrieth)

2 sing. βέῃ, pres. w. fut. signif.: shall (will) live, Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, , Il. 24.131.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βείομαι Il.22.431; βίομαι h.Ap.528

• Morfología: [fut. hom.]
viviré οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ (pero cf. βείῃ Hsch.) Il.16.852, cf. 24.131, τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα Il.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; h.Ap.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.

• Etimología: De la r. *giH3- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. gaya ‘vida’, ai. gáya; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal βέομαι.

Greek Monolingual

βέομαι και βείομαι (Α)
θα ζήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος- εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας gwey()-, με απαθή την πρώτη συλλαβή και συνεσταλμένη τη δεύτερη (πρβλ. αβεστ. gaya- «ζωή», αρχ. ινδ. gaya- «το αγαθό της ζωής»). Με βάση την άποψη αυτή ο τ. βείομαι είναι πιθ. αποτέλεσμα μετρικής έκτασης μολονότι έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι το βείομαι δεν είναι υποτακτική αλλά οριστική ενεστώτα].