αδιαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιαίρετος, -ον)
1. αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται διαίρεση, ο αμέριστος
2. αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον άλλο, ο αχώριστος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το αδιαίρετο
αδυναμία προς διαίρεση ή μερισμό, αδιαιρετότητα
2. (επιρρ. φρ.) «εξ αδιαιρέτου», λέγεται για να δηλώσει τη συγκυριότητα πολλών δικαιούχων πάνω στο ίδιο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διαιρετός < διαιρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαιρεσία, αδιαιρετότητα].