εὐδικία: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bon droit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δίκη]].
|btext=ας (ἡ) :<br />bon droit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δίκη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδικία]] και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) [[εύδικος]]<br /><b>1.</b> δίκαιη [[συμπεριφορά]], [[δικαιοσύνη]] («τὸ ἐν πόλεσι [[φέγγος]] εὐδικίας, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>εὐδικίῃ</i><br />δικαίως.
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδῐκία Medium diacritics: εὐδικία Low diacritics: ευδικία Capitals: ΕΥΔΙΚΙΑ
Transliteration A: eudikía Transliteration B: eudikia Transliteration C: evdikia Beta Code: eu)diki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (δίκη)

   A righteous dealing, righteousness, εὐδικίας ἀνέχῃσι Od.19.111; εὐδικίῃ righteously, A.R.4.343; σύντροφος εὐδικίης IG3.1151; ὃς εὐδικίῃς ἀγανῇσι σῶσε . . πόλιας Epigr.Gr.915, cf. BCH50.444 (Thespiae, iv A.D.): also in late Prose, Phld.Hom.p.43 O., Ph.1.664, Plu.2.781f.

German (Pape)

[Seite 1062] ἡ (das gute Recht), Gerechtigkeit, εὐδικίας ἀνέχειν, Recht u. Gerechtigkeit aufrecht erhalten, Od. 19, 111; εὐδικίῃ, mit Recht, Ap. Rh. 4, 342; öfter bei Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (δίκη) δίκαιος τρόπος, δικαιοσύνη, ἐν τῷ πληθ., εὐδικίας ἀνέχειν Ὀδ. Τ. 111˙ εὐδικίῃ, δικαίως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 343˙ σύντροφος εὐδικίης Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 246˙ ὃς εὐδοκίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας αὐτόθι 373, πρβλ. 2859. - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλούτ. 2. 781F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon droit.
Étymologie: εὖ, δίκη.

Greek Monolingual

εὐδικία και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) εύδικος
1. δίκαιη συμπεριφορά, δικαιοσύνη («τὸ ἐν πόλεσι φέγγος εὐδικίας, Πλούτ.)
2. (η δοτ. ως επίρρ.) εὐδικίῃ
δικαίως.