αἰχμαλωσία: Difference between revisions
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
(T22) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(ας, ἡ ([[αἰχμάλωτος]], [[which]] [[see]]), [[captivity]]: αἰχμάλωτοι (cf. [[ἀδελφότης]] [[above]]), Buttmann, 148 (129); Winer's Grammar, 225 (211)); [[also]] εἰ [[τίς]] αἰχμαλωσίαν συνάγει (according to the [[common]] [[but]] [[doubtless]] [[corrupt]] [[text]]), [[Polybius]], Diodorus, Josephus, [[Plutarch]], others.) | |txtha=(ας, ἡ ([[αἰχμάλωτος]], [[which]] [[see]]), [[captivity]]: αἰχμάλωτοι (cf. [[ἀδελφότης]] [[above]]), Buttmann, 148 (129); Winer's Grammar, 225 (211)); [[also]] εἰ [[τίς]] αἰχμαλωσίαν συνάγει (according to the [[common]] [[but]] [[doubtless]] [[corrupt]] [[text]]), [[Polybius]], Diodorus, Josephus, [[Plutarch]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[αἰχμαλωσία]]) [[αἰχμάλωτος]]<br />η [[σύλληψη]] κάποιου από τον εχθρό [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μάχης ή πολέμου, [[αιχμαλωτισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[κατάσταση]] του αιχμαλώτου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σύνολο]] τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A captivity, D.S.20.61, LXX Am.1.15, al., Plu. Them.31. II body of captives, D.S.17.70, LXX Nu.31.12,al.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾰλωσία: ἡ, (ἅλωσις), ἡ διὰ τῆς αἰχμῆς ἅλωσις, ἡ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωσία ἢ ἁπλῶς αἰχμαλωσία, Διοδ. 20. 61. ΙΙ. σῶμα ἐξ αἰχμαλώτων ἀποτελούμενον, πλῆθος, ὁ αὐτ. 17. 70, Ἑβδ., Κ. Δ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
captivité de guerre, captivité en gén.
Étymologie: αἰχμάλωτος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cautiverio Plb.5.102.5, IG 9(2).66.4 (Lamia II a.C.), σωθεὶς ἐκ Κιλικίας ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας SEG 42.747 (Rodas II a.C.), προκρίνας τὸν θάνατον τῆς ... αἰχμαλωσίας prefiriendo la muerte a la cautividad D.S.20.61, αἱ γυναῖκες ἐν αἰχμαλωσίᾳ πορεύσονται LXX Ez.30.17, cf. Am.1.15, 2Es.5.5, Plu.Them.31, IG 22.1236.6 (II d.C.), ἔλυσαν ἤδη τὴν αἰχμαλωσίαν Anon.Hist. en PRyl.491.6 (II d.C.).
2 botín de cautivos αἰχμαλωσίαν δουλαγωγοῦντες D.S.17.7, ἤγαγον τὴν αἰχμαλωσίαν LXX Nu.31.12, cf. 4Re.24.14, Ps.67.19 (= Ep.Eph.4.8).
English (Abbott-Smith)
† αἰχμαλωσία -ας, ἡ (< αἰχμάλωτος), [in LXX chiefly for שְׁבִי, גּוֹלָה ;]
captivity (Diod., al.): Re 13:10; pl., abstr. for concr., = αἰχμάλωτοι, Eph 4:8 (LXX). †
English (Strong)
from αἰχμάλωτος; captivity: captivity.
English (Thayer)
(ας, ἡ (αἰχμάλωτος, which see), captivity: αἰχμάλωτοι (cf. ἀδελφότης above), Buttmann, 148 (129); Winer's Grammar, 225 (211)); also εἰ τίς αἰχμαλωσίαν συνάγει (according to the common but doubtless corrupt text), Polybius, Diodorus, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
η (Α αἰχμαλωσία) αἰχμάλωτος
η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός
νεοελλ.
η κατάσταση του αιχμαλώτου
αρχ.
το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι.