κατώτερος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(T21) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κατώτερα, κατώτερον (comparitive of [[κάτω]], [[see]] [[ἀνώτερος]]) ([[Hippocrates]], Theophrastus, Athen., others), [[lower]]: (ὁ [[Χριστός]]) κατέβη [[εἰς]] τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, [[τόν]] τόπον [[τόν]] [[κάτω]] καλούμενον, [[Plato]], [[Phaedo]], p. 112c.), [[taking]] τῆς γῆς as a partitive genitive ([[see]] [[ᾅδης]], 2). But the [[mention]] of tiffs [[fact]] is at [[variance]] [[with]] the [[connection]]. Paul is endeavoring to [[show]] [[that]] the [[passage]] he has [[just]] [[before]] quoted, τά κατώτερα τῆς γῆς denotes, the [[lower]] parts of the [[universe]], [[which]] the [[earth]] constitutes — τῆς γῆς [[being]] a genitive of apposition; cf. Winer's Grammar, § 59,8a.; Grimm, Institutio theol. dogmat. edition 2, p. 355ff | |txtha=κατώτερα, κατώτερον (comparitive of [[κάτω]], [[see]] [[ἀνώτερος]]) ([[Hippocrates]], Theophrastus, Athen., others), [[lower]]: (ὁ [[Χριστός]]) κατέβη [[εἰς]] τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, [[τόν]] τόπον [[τόν]] [[κάτω]] καλούμενον, [[Plato]], [[Phaedo]], p. 112c.), [[taking]] τῆς γῆς as a partitive genitive ([[see]] [[ᾅδης]], 2). But the [[mention]] of tiffs [[fact]] is at [[variance]] [[with]] the [[connection]]. Paul is endeavoring to [[show]] [[that]] the [[passage]] he has [[just]] [[before]] quoted, τά κατώτερα τῆς γῆς denotes, the [[lower]] parts of the [[universe]], [[which]] the [[earth]] constitutes — τῆς γῆς [[being]] a genitive of apposition; cf. Winer's Grammar, § 59,8a.; Grimm, Institutio theol. dogmat. edition 2, p. 355ff | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -έρα (ΑΜ [[κατώτερος]], -έρα, -ον) [[κάτω]]<br />αυτός που βρίσκεται χαμηλότερα από κάποιον [[άλλο]] (α. «το όριο [[είναι]] κατώτερο» <br />β) «καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη», ΚΔ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κατώτερος]] [[άνθρωπος]]» — αυτός που στερείται πνευματικών και ψυχικών χαρισμάτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει πιο χαμηλή [[ποιότητα]] συγκρινόμενος με κάποιον [[άλλο]], ο [[υποδεέστερος]] (α. «ύφασμα κατώτερης ποιότητας» β. «[[κατώτερος]] [[υπάλληλος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> νοτιότερος<br /><b>2.</b> [[υστερότερος]], [[νεώτερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατώτερα</i> (ΑΜ [[κατωτέρω]])<br />στο [[μέρος]] που βρίσκεται πιο [[κάτω]], χαμηλότερα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, Comp. Adj. from κάτω,
A lower, Hp.Fract.31, LXX 3 Ki.9.17, etc.; τὰ κ. μέρη τῆς Ep.Eph.4.9; more southerly, Vett. Val.34.21. 2 of Time, later, younger, Call.Cer.131. Adv. κατωτέρω, v. κάτω.
German (Pape)
[Seite 1407] compar. zu κάτω, der untere, Hippocr. u. Sp. – Von der Zeit, der spätere, jüngere, Callim. Cer. 131. – Κατωτέρω, s. κάτω.
Greek (Liddell-Scott)
κατώτερος: αον, συγκρ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ κάτω, χαμηλότερος, Ἱππ. Ἀγμ. 773, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, μεταγενέστερος, νεώτερος, Καλλ. εἰς Δήμ. 130·- Ἐπίρρ. κατωτέρω, ἴδε ἐν λ. κάτω.
English (Strong)
comparative from κάτω; inferior (locally, of Hades): lower.
English (Thayer)
κατώτερα, κατώτερον (comparitive of κάτω, see ἀνώτερος) (Hippocrates, Theophrastus, Athen., others), lower: (ὁ Χριστός) κατέβη εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, τόν τόπον τόν κάτω καλούμενον, Plato, Phaedo, p. 112c.), taking τῆς γῆς as a partitive genitive (see ᾅδης, 2). But the mention of tiffs fact is at variance with the connection. Paul is endeavoring to show that the passage he has just before quoted, τά κατώτερα τῆς γῆς denotes, the lower parts of the universe, which the earth constitutes — τῆς γῆς being a genitive of apposition; cf. Winer's Grammar, § 59,8a.; Grimm, Institutio theol. dogmat. edition 2, p. 355ff
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -έρα (ΑΜ κατώτερος, -έρα, -ον) κάτω
αυτός που βρίσκεται χαμηλότερα από κάποιον άλλο (α. «το όριο είναι κατώτερο»
β) «καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη», ΚΔ.)
νεοελλ.
φρ. «κατώτερος άνθρωπος» — αυτός που στερείται πνευματικών και ψυχικών χαρισμάτων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει πιο χαμηλή ποιότητα συγκρινόμενος με κάποιον άλλο, ο υποδεέστερος (α. «ύφασμα κατώτερης ποιότητας» β. «κατώτερος υπάλληλος»)
αρχ.
1. νοτιότερος
2. υστερότερος, νεώτερος.
επίρρ...
κατώτερα (ΑΜ κατωτέρω)
στο μέρος που βρίσκεται πιο κάτω, χαμηλότερα.