ἀνάρμοστος: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inarmónico]], [[falto de armonía]] ψυχή Pl.<i>Phd</i>.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.<i>Smp</i>.206c<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1<br /><b class="num">•</b>[[desajustado]] de una coraza, X.<i>Mem</i>.3.10.13<br /><b class="num">•</b>fig. [[inadecuado]] ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras</i> Hdt.3.80<br /><b class="num">•</b>c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... [[ἀνάρμοστος]] ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.<i>Myst</i>.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.<i>Ven</i>.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... [[ἀνάρμοστος]] Plu.2.678b, cf. Th.7.67.<br /><b class="num">2</b> mús. [[desafinado]], [[discordante]] φθόγγοι Pl.<i>Ti</i>.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.<i>Tht</i>.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.<i>EE</i> 1230<sup>b</sup>28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.<i>Ind</i>.9.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[intratable]], [[antipático]] τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.<i>Nu</i>.908, cf. <i>PMasp</i>.97.ue.D.44 (VI d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[desajustadamente]] ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.<i>R</i>.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.<i>Clit</i>.407d. • DMic.: <i>a-na-mo-to</i>, <i>-ta</i> (?). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inarmónico]], [[falto de armonía]] ψυχή Pl.<i>Phd</i>.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.<i>Smp</i>.206c<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1<br /><b class="num">•</b>[[desajustado]] de una coraza, X.<i>Mem</i>.3.10.13<br /><b class="num">•</b>fig. [[inadecuado]] ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras</i> Hdt.3.80<br /><b class="num">•</b>c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... [[ἀνάρμοστος]] ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.<i>Myst</i>.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.<i>Ven</i>.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... [[ἀνάρμοστος]] Plu.2.678b, cf. Th.7.67.<br /><b class="num">2</b> mús. [[desafinado]], [[discordante]] φθόγγοι Pl.<i>Ti</i>.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.<i>Tht</i>.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.<i>EE</i> 1230<sup>b</sup>28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.<i>Ind</i>.9.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[intratable]], [[antipático]] τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.<i>Nu</i>.908, cf. <i>PMasp</i>.97.ue.D.44 (VI d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[desajustadamente]] ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.<i>R</i>.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.<i>Clit</i>.407d. • DMic.: <i>a-na-mo-to</i>, <i>-ta</i> (?). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρμοστος]], -ον)<br />αυτός που δεν αρμόζει, [[ανοίκειος]], [[ακατάλληλος]], [[αταίριαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) ο [[δίχως]] [[αρμονία]], [[παράφωνος]] (αντίθ. του [[ευάρμοστος]])<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[πεισματάρης]]<br /><b>3.</b> [[απροετοίμαστος]], απαράσκευος<br /><b>4.</b> στη Μυκηναϊκή απαντά σε πινακίδες στην Κνωσό, όπου καταγράφονται άρματα υπό [[κατασκευή]]<br />προσδιορίζει [[σχεδόν]] [[πάντοτε]] το <i>ἱππία</i> (= [[άρμα]]) και σημαίνει «[[ασυναρμολόγητος]]» (<i>a</i>-<i>na</i>-<i>mo</i>-<i>to</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[αρμοστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναρμοστία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναρμοστώ]] (-<i>έω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not fitting, of dress, X.Mem.3.10.13; of sound, out of tune, Pl.Ti.80a; opp. εὐάρμοστος, Tht.178d: metaph. of the soul, Phd.93c, cf. Smp. 206c; ἀ. τινί 206d; incongruous, μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.3.27. Adv. -τως Pl.R. 590b. II of persons, impracticable, Hdt.3.80, Ar.Nu.908. 2 unfitted, unprepared, πρός τι Th.7.67.
German (Pape)
[Seite 205] unpassend, Her. 3, 80; nicht zusammenstimmend, πρός τι, Thuc. 7, 67; öfter Plat., auch von der Stimme, Epinom. 978 a; häufig von der ψυχή, Phaed. 93 c; τοῦ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος ψυχή Rep. III, 411 a; Ggstz οἱ ἁρμόττοντες Xen. Mem. 3, 10, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρμοστος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσύμφωνος, δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, παράφωνος, παράχορδος, ἄνευ ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἀπειρόκαλος, ἀλλόκοτος, Λατ. ineptus, τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, πρός τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne s’adapte pas, disproportionné;
2 discordant (son);
3 fig. inepte, absurde;
4 non approprié, non préparé : πρός τι à qch.
Étymologie: ἀ, ἁρμόττω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inarmónico, falto de armonía ψυχή Pl.Phd.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.Smp.206c
•subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1
•desajustado de una coraza, X.Mem.3.10.13
•fig. inadecuado ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras Hdt.3.80
•c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... ἀνάρμοστος ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.Myst.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.Ven.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... ἀνάρμοστος Plu.2.678b, cf. Th.7.67.
2 mús. desafinado, discordante φθόγγοι Pl.Ti.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.Tht.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.EE 1230b28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.Ind.9.
3 de pers. intratable, antipático τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.Nu.908, cf. PMasp.97.ue.D.44 (VI d.C.).
II adv. -ως desajustadamente ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.R.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.Clit.407d. • DMic.: a-na-mo-to, -ta (?).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρμοστος, -ον)
αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος
αρχ.
1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος)
2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης
3. απροετοίμαστος, απαράσκευος
4. στη Μυκηναϊκή απαντά σε πινακίδες στην Κνωσό, όπου καταγράφονται άρματα υπό κατασκευή
προσδιορίζει σχεδόν πάντοτε το ἱππία (= άρμα) και σημαίνει «ασυναρμολόγητος» (a-na-mo-to).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αρμοστός.
ΠΑΡ. αναρμοστία
αρχ.
αναρμοστώ (-έω)].