ἀσφοδελός: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6) |
(6) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ασφοδελός]], ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α [[ἀσφόδελος]])<br />το ποώδες [[φυτό]] [[ασφόδελος]] ο [[μικρόκαρπος]], του οποίου όλα τα φύλλα [[είναι]] διατεταγμένα στη [[βάση]] του βλαστού και τα [[λευκά]] του λουλούδια σχηματίζουν [[τσαμπί]] (οικ. λειριίδαι)<br />Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον [[τόπο]] των [[νεκρών]] [[κατά]] την ελληνική [[μυθολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως]. | |mltxt=και [[ασφοδελός]], ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α [[ἀσφόδελος]])<br />το ποώδες [[φυτό]] [[ασφόδελος]] ο [[μικρόκαρπος]], του οποίου όλα τα φύλλα [[είναι]] διατεταγμένα στη [[βάση]] του βλαστού και τα [[λευκά]] του λουλούδια σχηματίζουν [[τσαμπί]] (οικ. λειριίδαι)<br />Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον [[τόπο]] των [[νεκρών]] [[κατά]] την ελληνική [[μυθολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσφοδελός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ασφοδέλους («ἀσφοδελὸς [[λειμών]]» — ο [[τόπος]] όπου ησυχάζουν οι σκιές των ομηρικών ηρώων στον [[άλλο]] κόσμο)<br /><b>2.</b> ανθισμένο [[λιβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ασφοδελός]], ως επίθ. του ουσ. [[ασφόδελος]], με [[διαφορά]] στη [[θέση]] του τόνου κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το ουσιαστικό]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 382] Asphodelus hervorbringend; ἀσφοδελὸς λειμών, die Asphodelos-Wiese, in der Unterwelt; Hom. dreimal, κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα Versende Od. 11, 539. 573. 24, 13; H. Merc. 221.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
plein d’asphodèles, où croissent les asphodèles.
Étymologie: ἀσφόδελος.
English (Autenrieth)
λειμών, the asphodel meadow, in the nether world, Od. 11.539. (The asphodel is a liliaceous plant, with pale bluish flowers; it was planted about graves in Greece by the ancients as now.) (Od.)
Spanish (DGE)
-όν
1 lleno de asfódelos λειμών Od.11.539, 573, 24.13, h.Merc.221.
2 subst. ὁ ἀ. lugar en que crece el asfódelo Herenn.Phil.Sign.29.
Greek Monolingual
και ασφοδελός, ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α ἀσφόδελος)
το ποώδες φυτό ασφόδελος ο μικρόκαρπος, του οποίου όλα τα φύλλα είναι διατεταγμένα στη βάση του βλαστού και τα λευκά του λουλούδια σχηματίζουν τσαμπί (οικ. λειριίδαι)
Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον τόπο των νεκρών κατά την ελληνική μυθολογία (πρβλ. «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].
Greek Monolingual
ἀσφοδελός, ο (Α)
1. ο γεμάτος ασφοδέλους («ἀσφοδελὸς λειμών» — ο τόπος όπου ησυχάζουν οι σκιές των ομηρικών ηρώων στον άλλο κόσμο)
2. ανθισμένο λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ασφοδελός, ως επίθ. του ουσ. ασφόδελος, με διαφορά στη θέση του τόνου κατ' αντιδιαστολή προς το ουσιαστικό].